Ἀπόκοπος

ΑΠΟΚΟΠΟΣ 1509
 

Ἀπόκοπος τοῦ Μπεργαδῆ, ρίμα λογιοτάτη, 
τὴν ἔχουσιν οἱ φρόνιμοι πολλὰ ποθεινοτάτη.
[1] Μίαν ἀπὸ κόπου ἐνύσταξα, νὰ κοιμηθῶ ἐθυμήθην·
[2] ἤθεκα στὸ κρεβάτιν μου κ' ὕπνον ὑποκοιμήθην.
[5] Ἐφανίσθη μου κ' ἔτρεχα εἰς λιβάδιν ὡραιωμένον, (5)
[6] φαρὶν ἐκαβαλίκευγα, σελοχαλινωμένον·
[7] κ' εἶχα στὴν ζῶσιν μου σπαθίν, στὸ χέρι μου κοντάριν,
[8] ζωσμένος ἤμουν ἄρματα, σαγίτες καὶ δοξάριν.
[9] Κ' ἐφάνη με ὀκ' ἐδίωχνα μὲ θράσος ἐλαφίνα·
[10] ὧρες ἐκοντοστένετο καὶ ὧρες μὲ βίαν ἐκίνα. (10)
[11] Προυνὸν τοῦ τρέχειν ἤρχισα τάχα νὰ βάλω χέρα·
[12] ἔτρεχα ὥστε κ' ἐτσάκισε τὸ σταύρωμαν ἡ μέρα.
[13] Κ' εὐθὺς ἀπὸ τὰ μάτια μου ἐχάθηκεν τὸ λάφιν
[14] καὶ πῶς καὶ πότ' ἐχάθηκεν ἐξαπορῶ τοῦ γράφειν.
[15] Λοιπὸν τὸ τρέχειν ἔπαυσα οὕτως καὶ τὸ σπουδάζειν (15)
[16] καὶ τὸ ξετρέχειν τ' ἄπιαστον καὶ τὸ φαρὶν κολάζειν.
[17] Καὶ ἀγάλι' ἀγάλι' ἐπήγαινα, σιγὰ σιγὰ περπάτουν,
[18] τὸν κόσμον ἐξενίζουμου, τ' ἄνθη καὶ τὰ καλά του.
[19] Καὶ πρὸς τὴν δείλην ἔσωσα στοῦ λιβαδιοῦ τὴν μέσην
[20] κ' ηὗρα δεντρὸν ἐξαίρετον καὶ ὠρέχθην τοῦ πεζεύσειν. (20)
[21] Ἐπέζευσα εἰς τὸ δεντρὸν κ' ἔδεσα τ' ἄλογόν μου
[22] καὶ τ' ἄρματα ἐξεζώστηκα, θέτω τα στὸ πλευρόν μου.
[23] Ὁ τόπος ὅπου ἐπέζευσα, λέγω ἐκεῖ ὅπου ἐστάθην,
[24] ἦτον τοῦ λιβαδιοῦ ὀφαλὸς κ' ἦτον γεμάτος τ' ἄνθη.
[25] Τὸ δέντρον ἦτον τρυφερὸν κ' εἶχεν πυκνὰ τὰ φύλλα, (25)
[26] εἶχεν καὶ σύγκαρπον ἀθὸν καὶ μυρισμένα μῆλα.
[27] Καὶ μυριαρίφνητα πουλιὰ στὸ δέντρον φωλεμένα
[28] κατὰ τὴν φύσιν καὶ σκοπὸν ἐλάλειν τὸ καθένα.
[29] Καὶ ἀπὸ τὰ κάλλη τοῦ δεντροῦ, τὴν ἡδονὴν τοῦ τόπου
4 ἀποκοιμήθην Panagiot. 5 Ἐφάνιστή Panagiot. 23 ὁποῦ (bis) Α
[30] 30 καὶ τῶν πουλιῶν τὴν μελωδίαν καὶ ὅλημερνοῦ τοῦ κόπου
[31] ὡς ἀπὸ βιᾶς ἠκούμπησα τοῦ περιανασάνω
[32] κ' ἐστοχαζόμην τὸ δεντρὸν εἰς τὴν κορφὴν ἀπάνω.
[33] Κ' ἐφάνη με, εἶδα ἐκάθετον μελίσσιν φωλεμένον
[34] κ' εἶχε τὸ μέλι σύγκερον, πολὺν καὶ συνθεμένον.
[35] Εὐθὺς τ' ἀνέβην ὥρμησα καὶ τὴν τροφὴν ὠρέχθην (35)
[36] καὶ τὸ μελίσσιν μὲ θυμὸν ἀπομακρὰς μ' ἐδέχθην.
[37] Λοιπὸν ἀνέβην στὸ δενδρὸν μὲ βίαν πολλὴν καὶ κόπον
[38] καὶ, ὅπου ἤβλεπα τὴν μέλισσαν, ἐκάθιζα στὸν τόπον.
[39] Ἥπλωσ', ἐπίασα ἐκ τὸ κερὶν κ' ἤφαγ' ἀπὸ τὸ μέλι
[40] κ' εἶπε μου μέσα ΐ λογισμός: δῶσ' τῆς ψυχῆς τὸ θέλει. (40)
[41] Ἔτρωγα, οὐκ ἐχόρταινα, ἥρπουν καὶ πάντ' ἐπείνουν
[42] καὶ ὡς πεινασμένος εἰς τὸ φὰν ὕστερα πάλ' ἐκίνουν.
[43] Κ' ἡ μέλισσα οὐκ ἔπαυεν πάντα νὰ μὲ τοξεύη
[44] καὶ τὸ δεντρὸν ἠρχίνισεν, ὡς εἶδα, νὰ σαλεύη,
[45] νὰ συχνοτρέμη, νὰ χαλᾶ, νὰ δείχνη κάτω νά 'ρθη· (45)
[46] κ' ἐγὼ τὸ φὰν ἐσκόλασα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐπάρθην.
[47] Καὶ ἐστοχαζόμην τὸ δεντρόν, τοὺς κλώνους του τριγύρου,
[48] καὶ πάλιν μέσα τὸ ἔβλεπα, τίς τό 'σειεν ἐσυντήρουν.
[49] Καὶ δύο, μ' ἐφάνην, ποντικοὶ τὸ δένδρον ἐγυρίζαν,
[50] ἄσπρος καὶ μαῦρος, μὲ σπουδὴν τοῦ ἐγλείφασιν τὴν ρίζαν. (50)
[51] Εἰς τόσον τὸ κατέφεραν καὶ ἔκλινε νὰ πέση,
[52] ὅθεν ἡ ρίζα τὴν κορφὴν ἐκέλευσε νὰ θέση.
[53] Κ' ἐγὼ τὸ δεῖν το ἐτρόμαξα, νὰ κατεβῶ ἐβιάσθην,
[54] ἀλλ' ὡς μελίσσιν εἰς τὸ φὰν ἔμεινα ἐκεῖ κ' ἐπίασθην.
[55] Τὸ δένδρον, ὅπου ἤλπιζα νὰ στέκετ' εἰς λιβάδιν, (55)
[56] ἦτον εἰς φρούδιν ἐγκρεμνοῦ κ' εἰς σκοτεινὸν πηγάδιν.
[57] Καὶ ὡς ἔκλινεν, μ' ἐφαίνετο, τὸν ἐγκρεμνὸν ἐζήτα
[58] κ' ἡ μέρα πάντ' ὠλίγαινεν κ' ἐσίμωνεν ἡ νύκτα.
[59] Καὶ ἀπείτις τὴν ἀπαντοχὴν τῆς σωτηριᾶς μου ἐχάσα,
55 ὁποῦ Α
[60] ὅθεν εἰς τέλος ἔμελλε νὰ καταντήσω ἐπίασα. (60)
[61] Καὶ δράκοντ' εἶδα φοβερὸν στοῦ πηγαδίου τὸν πάτον
[62] κ' ἤχασκεν κ' ἐκαρτέρει με πότε νὰ πέσω κάτω.
[63] Λοιπὸν τὸ δένδρον ἔπεσε κ' ἐγὼ μετ' αὖτ' ἐπῆγα
[64] καὶ τὰ πουλιὰ ἐπετάσασιν κ' οἱ μέλισσες ἐφύγαν·
[65] καὶ ἐφάνη μ', ἐκατήντησα στοῦ δράκοντος τὸ στόμα (65)
[66] καὶ ἐμπῆκα εἰς μνῆμα σκοτεινόν, εἰς γῆν κι ἀνήλιον χῶμα.
[67] Καὶ ἐκεῖ ὅπου κατήντησα, στὸν σκοτεινὸν τὸν τόπον,
[68] ὄχλον μ' ἐφάνην κ' ἤκουσα καὶ ταραχὴν ἀνθρώπων·
[69] διὰ τό 'μπα μου νὰ μάχουνται, διὰ μένα νὰ λαλοῦσι·
[70] καὶ ἐδόθη λόγος μέσα των νὰ πέμψουσι νὰ δοῦσιν, (70)
[71] τίς εἰς τὸν Ἅδην ἔσωσεν, τίς ταραχὴν ἐποῖκεν
[72] καὶ τίς τὴν πόρταν ἤνοιξε, διχῶς βουλὴν ἐμπῆκεν.
[73] Καὶ δύο μ' ἐφάνην κ' ἤλθασι μαῦροι καὶ ἀραχνιασμένοι,
[74] ὡς νέων σκιὰ καὶ χαραγή, μυριοθορυβουμένοι.
[75] Κλιτὰ μ' ἐχαιρετήσασιν,ἥμερα μ' ἐσυντύχαν (75)
[76] κ' ἐγὼ ἐκ τοῦ φόβου ἐπάρθηκα, τί ἀποκριθῆν οὐκ εἶχα.
[77] Λέγουν μου: "Πόθεν καὶ ἀπὸ ποῦ; Τίς εἶσαι; Τί γυρεύεις;
[78] Καὶ δίχως πρόβοδον ἐδῶ στὸ σκότος πῶς ὁδεύεις;
[79] Πῶς ἐκατέβης σύψυχος, συζώντανος πῶς ἦλθες,
[80] καὶ πάλιν στὴν πατρίδα σου πῶς νὰ στραφῆς ἐκεῖθες; (80)
[81] Ὁποὺ στὸν Ἅδην κατεβῆ οὐ δύναται γιαγείρειν·
[82] μόνε ἡ νεκρανάστασις (ἠ)μπορεῖ νὰ τὸν ἐγείρη.
[83] Τὰ χνότα σου μυρίζουσι καὶ τὰ λινά σου λάμπουν·
[84] νὰ εἶπες λιβάδιν ἔτρεχες καὶ μονοπάτια κάμπου·
[85] ἀπὸ τὸν κόσμον ἔρχεσαι, τῶν ζωντανῶν τὴν χώραν! (85)
[86] Εἰπέ μας ἂν κρατεῖ οὐρανὸς κι ἂν στέκει ὁ κόσμος τώρα.
[87] Ἀστράπτ', εἰπέ μας, ἢ βροντᾶ κι ἂν συννεφιᾶ καὶ βρέχει
[88] καὶ ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἂν κυματεῖ καὶ τρέχει·
66 κἀνήλιον Α 67 ὁποῦ Α 82 μόνον Panagiot. 86 κἀν Α 87 κἂν Α
[89] καὶ ἂν εἶναι κῆποι καὶ δεντρά, πουλιὰ νὰ κιλαδοῦσι
[90] καὶ ἀνὲ μυρίζου τὰ βουνιὰ καὶ τὰ δεντρὰ ν' ἀθοῦσι· (90)
[91] ἂν εἶ‹ν'›λιβάδια δροσερά· φυσᾶ γλυκὺς ἀέρας;
[92] Λάμπουσιν τ' ἄστρα τ' οὐρανοῦ καὶ αὐγερινὸς ἀστέρας;
[93] Καὶ ἀνὲ σημαίνουν οἱ ἐκκλησιές, νὰ ψάλλουν οἱ παπάδες
[94] καὶ ἂν γέρνουνται καὶ τὴν αὐγὴν ν' ἅφτουσι τὲς λαμπάδες·
[95] παιδιὰ καὶ νὰ μαζώνουνται, νέοι, τὸ καλοκαίριν (95)
[96] καὶ νὰ περνοῦν τὲς γειτονιὲς κρατώντ' ἀπὸ τὸ χέριν
[97] καὶ μετὰ πόθου τὴν αὐγὴν νὰ παρατραγουδοῦσι
[98] καὶ σιγανὰ νὰ περπατοῦν, μὲ τάξιν νὰ περνοῦσι;
[99] Γίνουνται γάμοι καὶ χαρές, παράταξες καὶ σκόλες;
[100] Φιλοτιμοῦνται οἱ λυγερὲς τάχα καὶ χαίροντ' ὅλες; (100)
[115] καὶ ἂν τὸ Σαββάτον βιάζουνται ἀπ' ὥρας νὰ σκολάσουν, (115)
[116] νὰ ἐμπαίνουσιν εἰς τὸ λουτρόν, νὰ ἐβγαίνουσιν ν' ἀλλάσσουν·
[117] καὶ τὸ ταχὺ τὴν Κυριακὴν τὴν ὄψιν τως νὰ νίβγουν
[118] καὶ σκολινὰ νὰ βάνουσι, στὴν ἐκκλησί' ἂν παγαίνουν·
[119] καὶ ἂν μετὰ βάγιων καὶ μαντιῶν οἱ ἀρχόντισσες γυρίζουν
[120] καὶ ὡς ἀπὸ μόσχου καὶ λουτροῦ περνώντα νὰ μυρίζουν· (120)
[121] νά 'χουν οἱ ἄρχοντες αὐλές, παλάτια καὶ τρικλίνους
[122] καὶ ἂν ἔναι θάρρος εἰς αὐτοὺς καὶ ὑπεριψιὰ εἰς ἐκείνους·
[123] νὰ σύρνουσιν ὑποταγές, στοὺς κάμπους νὰ τεντώνουν
[124] καὶ μὲ γεράκια καὶ σκυλιὰ περδίκια νὰ ζυγώνουν·
[125] καὶ ἂν προτιμεύγουν γέροντες μικροὶ καὶ 'κοδεσπότες, (125)
[126] ὡσὰν ἐπροτιμεύγουντα, ὅντεν ἐζοῦμαν τότες.
[101] Τὸν κόσμον τὸν ἐδιάβαινες, τὲςχῶρες τὲς ἐπέρνας, (101)
[102] οἱ ζωντανοὶ ὁποὺ χαίρουνται, ἂν μᾶς θυμοῦντ' εἰπέ μας·
[103] εἰπέ μας, θλίβουνται διὰ μᾶς ἢ κόπτουνται καμπόσον;
91 ἀν ἦ ΑΒ: add. Legrand 115 - 126 ante 101 - 112 transposui 121 ἀρχόντησες Α: coni.
vanGemert
[104] Σὰν ὅντε μᾶς ἐθάψασιν, τάχα λυποῦνται τόσον;
[105] Βαστᾶς μαντάτα καὶ χαρτιά, παρηγοριὲς θλιμμένων (105)
[106] ἐδῶ στὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ τὸν ἀσβολωμένον;
[107] Ἀνάγνωσέ μας τὰ χαρτιὰ καὶ πέ μας τὰ μαντάτα
[108] καὶ εἴτι στὸν Ἅδην ἔχωμεν, δῶσ' μας τ' αὐτὰ καὶ νά τα!"
[109] Καὶ εἰς πᾶσα λόγον ἔκλαιγαν, εἰς πᾶσα δύο στενάζαν:
[110] "Σκόρπισε, χῶμαν ἄλαλον! Ἄνοιξε, γῆς!" ἐκράζαν· (110)
[111] "Κ' οἱ πόρτες τοῦ Ἅδου ἂς χαλαστοῦν, νὰ πέσουν οἱ κατῆνες,
[112] νὰ ἔμπη τὸ δρόσος τ' οὐρανοῦ, νά 'μπουν τοῦ ἡλίου οἱ ἀκτίνες,
[113] [νὰ ἰδῆ ὁ εἷς τὸν ἄλλον μας, (ὀ)λίγη φωτιὰ ἂς προβάλη· (113)
[114] ἂν ἔχουν οἱ νέοι τὴν ὄψιν τως καὶ οἱ λυγερὲς τὰ κάλλη.]" (114)
[115] Εἶδα τους πῶς ἐκόπτουντα καὶ πῶς ἀναστενάζαν,
[116] καὶ ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τῶν εἰπῶ μ' ἐβιάζαν.
[117] Καὶ ὡσὰν ἐψυχοπόνεσα καὶ κάποσα ἐλυπήθην,
[130] καὶ ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τῶν εἰπῶ ἐθυμήθην, (130)
[131] εἶπα των: "Οὐρανὸς κρατεῖ καὶ ὁ κόσμος πάλιν στέκει·
[132] ἐκ τὰ θυμᾶσθε τίποτας οὐκ ἔλειψεν ἀπέκει:
[133] ἀνθεῖ, καρπίζει, γεωργεῖ, φυτρώνει καὶ μυρίζει,
[134] χρόνος ὁ δωδεκάμηνος ὡσὰν τροχὸς γυρίζει.
[135] Ἄλλοι τὸν κόσμον χαίρουνται καὶ ἐσᾶς οὐδὲν θυμοῦνται, (135)
[136] καὶ ἄλλους οἱ πόνοι δαπανοῦν, γιὰ λόγου σας λυποῦνται".
[137] Λέγουν με: "Αὐτοὶ ὁποὺ χαίρουνται ἔχουν ἐδῶ μοιράδιν
[138] ἐκ τοὺς ἐθάψαν εἰς τὴν γῆν κ' ἔβαλαν εἰς τὸν Ἅδην;"
[139] "Αὐτοί", λέγω, "ὁποὺ χαίρουνται αὐτοῦ μοιράδιν ἔχουν,
[140] ἀλλ' ἀπολησμονῆσαν των ὀκαὶ ἀπ' αὐτοὺς ἀπέχουν. (140)
[141] Μὲ ἄλλους τὸν βίον τως χαίρουνται καὶ αὐτῶν ἐλησμονῆσαν,
[142] νὰ εἶπες οὐκ εἶδαν τους ποτὲ οὐδὲ στὸν κόσμον ἦσαν".
[143] Καὶ ἀναστενάξαν κ' εἴπασιν: "Οἱ νιὲς ὁποὺ ἐχηρέψαν
[144] τάχα στεφάνιν δεύτερον νὰ βάλουν ἐγυρέψαν;
113- 114 delevi
[145] Ἢ μαῦρα ράσα ἐβάλασιν καὶ τὸν σταυρὸν φοροῦσι (145)
[146] καὶ εἰς μοναστήρια κάθουνται, διὰ ἐμᾶς παρακαλοῦσι;
[147] Μὴ μᾶς τὸ κρύψης, (εἰ)πέ μας το, πῶς εἶναι, πῶς δοικοῦνται·
[148] ἢ μὲ ἄλλους τώρα χαίρουνται καὶ ἐμᾶς οὐδὲν θυμοῦνται;"
[149] Καὶ ὡς εἶδα πόσον κόπτουνται καὶ βιάζουνται νὰ μάθουν,
[150] ἐσίγησα τ' ἀποκριθῆν, τὸ κόπτουνται μὴ πάθουν, (150)
[151] ἀκόντα τὰ γενόμενα μὴ τῶν πληθύνουν πόνοι·
[152] εἶπε μου μέσα ὁ λογισμός: τοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει.
[153] Ἔποικα σχῆμα σιωπῆς κ' ἔσεισα τὸ κεφάλιν
[154] καὶ ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισα μὴ μ' ἐρωτήσουν πάλιν.
[155] Καὶ ἐκεῖνοι πάλιν πρὸς ἐμὲ ἀρχῆθεν ἐγυρίσαν (155)
[156] καὶ πρὸς τὸ πρῶτον (ἐ)ρώτημαν πάλιν μ' ἀνερωτῆσαν:
[157] "Τί καρτερεῖς τ' ἀποκριθῆν; Ἄνθρωπ', ἀπιλογήσου·
[158] εἰς τὰ πονοῦμεν πόνεσε, (εἰ)ς τὰ πάσχομεν λυπήσου!"
[159] Καὶ κάπου ἀποκρίθην των, εἶπα των: "Τί ἐρωτᾶτε;
[160] Καὶ τί μὲ βιάζετε νὰ πῶ τὸ ἠξεύρω καὶ μισᾶτε; (160)
[161] Ἠξεύρετε τὸ γίνεται· μόνον ἐδὰ οὐκ ἐφάνη:
[162] φίλον οὐκ ἔχει ὁποὺ θαφῆ, ἀλλ' οὐδ' ‹ὁπ'› ἀποθάνη.
[163] Λέγει το κ' ἡ παραβολὴ ἀλήθεια καὶ ὄχι ψόμα:
[164] οὐαὶ τὸν βάλουν εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν σκεπάση χῶμα!"
[165] Λέγω τους: "Πρὸς ἀπόκρισιν τάχα δοικᾶ σας τοῦτο; (165)
[166] Ἂν δὲ σᾶς σώνει, νὰ σᾶς (εἰ)πῶ τὸ τέτοιον καὶ τοσοῦτον,
[167] πολλὰ ν' ἀναστενάξετε, νὰ μυριολυπηθῆτε
[168] καὶ ὡς ἐξ ἀνάγκης καὶ σπουδῆς στὸν Ἅδην νὰ στραφῆτε.
[169] Ὅμως, ὡς μ' ἐρωτήσετε, θέλω σᾶς τ' ἀναφέρει
[170] στὸν κόσμον πῶς πορεύεται τοῦ καθενὸς τὸ ἑταίριν: (170)
[171] Οἱ νὲς ὁποὺ ἐχηρέψασιν ἀλλῶν χείλη φιλοῦσιν,
[172] ἄλλους περιλαμβάνουσιν κ' ἐσᾶς καταλαλοῦσιν.
[173] Στολίζουν τους τὰ ροῦχα σας, στρώνουν των τὰ λινά σας
[174] κ' ἔχουν καὶ λόγον μέσα των μὴ λέγουν τ' ὄνομά σας.
149 τόσον ΑΒ: corr. Legrand 158 πονῶ με πάσχωμε Α: corr. Panagiot. 162 add. Legrand
[175] Καὶ τὸν ἐζήσασιν καιρὸν μὲ τὴν ἐσᾶς ὁμάδαν (175)
[176] ἐφάνην τους οὐκ ἔζησαν ἡμέραν ἢ ἑβδομάδαν.
[177] Ζώντα σας ἐλογίζουντα ἄλλους τοὺς ἠγαποῦσαν·
[178] νὰ λείψετε ἐσπουδάζασιν, νὰ ἐβγῆτ' ἐπεθυμοῦσαν.
[179] Καὶ ἀπεὶν ἐσᾶς ἐθάψασιν τάχα καὶ μαῦρα ἐβάλαν,
[180] ἐδιφορῆσαν ἀπ' αὐτὲς κ' ἔκαμαν πάλιν γάλαν. (180)
[181] Καὶ ἀπ' ἐντροπῆς ἐδείχνασι δάκρυα πικρὰ νὰ χύνουν
[182] καὶ τότ' ἐλέγαν μέσα τως μὲ ἄλλον ἄντρα νὰ μείνουν.
[183] Ἀλήθεια, μοίραν ἀπ' αὐτὲς ἔδειξαν νὰ χηρέψουν,
[184] νὰ κάτσουν εἰς τὰ σκοτεινά, ἄντρα νὰ μὴ γυρέψουν·
[185] καὶ εἰς ὀλιγούτσικον καιρὸν ἐβγῆκαν νὰ γυρίζουν (185)
[186] καὶ νὰ ἐξετρέχουν ἐκκλησιές, τὸν βίον σας νὰ χαρίζουν.
[187] Βαστοῦν κεριὰ καὶ πατερμούς, φοροῦν πλατιὲς ἀμπάδες,
[188] ἀποτρομοῦν καὶ ρίκτουσιν ἁγίασμα ὡσὰν παπάδες.
[189] Καὶ ἀπὸ τὲς ἕξι ἢ ἑπτὰ πᾶσαν ἑορτὴν καὶ σκόλην,
[190] ἀπεὶν σφαλίσουν οἱ ἐκκλησίες καὶ ἀπεὶν μισέψουν ὅλοι, (190)
[191] τὰ μνήματά σας διασκελοῦν καὶ ἀπάνω σας διαβαίνουν,
[192] μὲ τοὺς παπάδες ταπεινά, κουρφὰ νὰ συντυχαίνουν·
[193] τὰ εὐαγγέλια νὰ ἐρωτοῦν, συχνὰ νὰ κατουμύζουν,
[194] μ' ἕναν ἀμάτιν νὰ γελοῦν, μὲ τ' ἄλλο[ν] νὰ κανύζουν.
[195] Ἄλλες ἀπὸ διαβατικόν, ἄλλες μὲ ὀλίγον βρῶμα (195)
[196] καὶ μὲ τὴν νυκτοσυνοδιὰν κομπώνουνται στὸ στρῶμα.
[197] Μὰ ὅσες πονοῦν ἀπὸ καρδιᾶς καὶ ἀληθινὰ χηρέψουν
[198] κάθουνται εἰς τὰ σκοτεινά, ἄντρα νὰ μὴ γυρέψουν.
[199] Ἀπέχουσιν τὲς ἐκκλησιές, μισοῦν τὰ μοναστήρια
[200] καὶ σφικτομανταλώνουνται, φράσσουν τὰ παραθύρια· (200)
[201] ἔχουν τὸν λογισμὸν παπάν, τὸν νοῦν ἐξαγοράρην,
[202] τοῦ κόσμου τῆς συκοφαντιᾶς φεύγουσιν τὸ γομάριν.
194 delevi 202 συγκοφαντιᾶς Α
[203] Τὰ ὄρνια πῶς μαζώνουνται ἐλάχετε στὸ βρῶμα
[204] καὶ ὀπίσω τους τ' ἀλλάγι του‹ς› ὡς φαμελιὰ στὸ δῶμα;
[205] Οὕτως ἐκεῖ μαζώνουνται εἰς αὖτες οἱ πατέρες (205)
[206] καὶ ὡς ἐξ ἀνάγκης κάμνουσιν τὲς νύκτες των ἡμέρες.
[207] Νὰ τὲς κινήσουν πολεμοῦν, νὰ τὲς ξεβγάλουν πάσκουν·
[208] ἀκούσετε τὸ τί λαλοῦν καὶ τί ἔναι τὸ διδάσκουν:
[209] «Κεράτσα, τί σὲ ὠφελᾶ νὰ κάθεσαι στὸ σπίτιν
[210] καὶ νά 'σαι εἰς τὰ σκοτεινὰ σὰν ὄρνιθα στὴν κοίτην; (210)
[211] Κερά, κατέβα ἐκ τὰ ψηλά, κατέβα ἀπὸ τ' ἀνώγια
[212] καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰν ν' ἀκοῦς Θεοῦ τά λόγια.
[213] Τὸν βιὸν ὁποὺ σ' εὑρίσκεται, πράγματα τὰ φυλάσσεις,
[214] ἀπόθεσέ τα εἰς ἐκκλησιές, καὶ σύντομα ν' ἁγιάσης.
[215] Μὴ σὲ πλανέση συγγενής, φίλος μὴ σὲ κομπώση! (215)
[216] Χαρὰ ΐποὺ βάλ' εἰς ἐκκλησιὲς κι ὄχι πτωχοῦ νὰ δώση!»
[217] Ἀλλ' ἀστοχοῦν ὡς τὸ πουλὶν τὸ λέγουν κουφολούπην,
[218] ὁπ', ἂν στοχήση εἰς τὸ πουλίν, ἁρπᾶ στουπιὰ τουλούπιν.
[219] Εἰς αὖτα τὰ κολάζουνται μόνον τὸ‹ν› κόπον ἔχουν
[220] καὶ ὡς φράροι μὲ ξυλόποδα ἐξεζωνάτοι τρέχουν". (220)
[221] Ἤκουσαν τὰ γενόμενα, ἐμάθαν τὰ ρωτοῦσαν
[222] κ' ἐμυριοαναστενάξασιν εἰς τὰ φρικτὰ τ' ἀκοῦσαν.
[223] Καὶ ἀλλήλως ἐσυντύχασιν, τάχα κουρφὰ 'π' ἐμένα,
[224] πάλιν νὰ μ' ἐρωτήσουσιν, ὡς ἤκουσα τὸν ἕνα.
[225] Καὶ ὁ ἄλλος των ἀρχίνισεν μᾶλλον ν' ἀνατριχώνη· (225)
[226] λέγει: "Τὸ μᾶς ἀνήγγειλε, τοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει".
[227] Καὶ ἐκεῖνοι πάλιν πρὸς ἐμέ: "Μηδὲ μᾶς τ' ὀνειδίσης
[228] ἂν δεύτερον (ἐ)ρωτήσωμεν· εἰπέ μας το, ἂν ὁρίσης:
[229] πῶς ὑπομένουν τὸ λοιπὸν οἱ ἄθλιες μας μανάδες
[230] λείποντα υἱοί τως νὰ θωροῦν ὕπαντρες τὲς νυφάδες (230)
[231] καὶ πῶς στέκουν στὰ σπίτια τως δίχως τὴν ὁμιλιάν τως
204 τοῦ σταλαγητοῦ Α: addidi: τως τ' ἀλλάγι τως Panagiot. 216 κὄχι Α 219 addidi 231- 2 ἐλικιάν
τως - ὁμιλιάν τως Α: transposui
[232] καὶ πῶς θωροῦν τὰ ροῦχα τως δίχως τὴν ἐλικιάν τως;"
[233] "Ἀντάμα", λέγω των, "μ' ἐσᾶς ἐχάσασιν τὸ φῶς τως
[234] κι οὐδὲν θωροῦν τὰ γίνουνται οὐδὲ ψηφοῦν τὸν βιόν τως.
[235] Ἀναστενάζουν ὀγιὰ σᾶς, γιὰ λόγου σας λυποῦνται, (235)
[236] τοῦ κόσμου ἐλησμονήσασιν καὶ ἐσᾶς μόνον θυμοῦνται".
[237] Καὶ ἀπείτις τῶν ἐσύντυχα καὶ ἀπείτ' ἀποκριθῆκαν,
[238] ἔποικαν σχῆμα σιωπῆς καὶ τὸ ρωτᾶν ἀφῆκαν.
[239] Καὶ ἀναστενάξαν κ' εἴπασιν ὀκάτι καταλόγιν
[240] καὶ ἀθιβολὴν πολύθλιβον κ' ἔμοιαζεν μοιρολόγιν. (240)
[241] Ἄκουσε τί ἔναι τὸ λαλοῦν καὶ τί τὸ τραγουδοῦσαν
[242] καὶ πῶς, ὅσον τὸ λέγασιν, δακρυῶν οὐκ ἐφυροῦσαν:
[243] "Χριστέ, νὰ ράγην τὸ πλακί, νὰ σκόρπισεν τὸ χῶμα,
[244] νὰ γέρθημαν οἱ ταπεινοὶ ἀπὸ τ' ἀνήλιον στρῶμα!
[245] Νὰ γύρισεν ἡ ὄψη μας, νὰ στράφην ἡ ἐλικιά μας, (245)
[246] νὰ λάλησεν ἡ γλώσσα μας, ν' ἀκούσθην ἡ ὁμιλιά μας!
[247] Στὸν κόσμον νὰ πατήσαμεν, στὴν γῆν νὰ περπατοῦμαν
[248] καὶ νὰ καβαλικεύγαμεν, γεράκια νὰ βαστοῦμαν·
[249] καὶ πρὶν ἐμεῖς νὰ σώσασιν στοὺς οἴκους τὰ ζαγάρια,
[250] νὰ δόθην λόγος κ' ἔρχουνται οἱ λείποντες καθάρια, (250)
[251] νά 'δαμεν τίς νὰ ξέβηκεν στὴν συναπάντησίν μας
[252] καὶ τίς νὰ μᾶς ἐδέχθηκεν στὴν πόρταν τῆς αὐλῆς μας·
[253] ἂν κατ' ἀλήθειαν εὕραμεν ὅρκους τοὺς μᾶς ἐλέγαν:
[254] «Μὰ τὸν Οὐράνιον Βασιλιά, τὸν ποιητὴν καὶ μέγαν,
[255] ἂν ἔπαιρνεν κατάλλαμαν ἀντίσηκον ὁ Χάρος, (255)
[256] ψυχήν, σῶμα γιὰ λόγου σας νὰ δώκαμεν μὲ θάρρος».
[257] Καὶ ἴτις μὲ λόγια θλιβερά, μὲ πρικαμένον σχῆμα
[258] καὶ μὲ τ' ἀναστενάγματα καὶ τῶν δακρυῶν τὸ χύμα
[259] τὸν βιόν μας ἀφεντέψασιν καὶ ἀλλῶν τὸν ἐχαρίσαν,
[260] καὶ μ' ἄλλους χαίρουνταιν αὐτὲς κ' ἐμᾶς ἐλησμονῆσαν. (260)
[261] Οὐαὶ τοὺς ἔθλιψεν λοιπὸν τῶν γυναικῶν τὸ θάρρος,
239 κοὐδὲν Α 254 βασιλῆα Α
[262] διατὶ στὸν Ἅδην τοὺς πετᾶ συζώντανους ὁ Χάρος.
[263] Καὶ ὁποὺ τὰ δάκρυα των ψηφᾶ, τὰ λόγια των πιστεύει,
[264] ἀγρίμι(ν) εἰς λίμνην κυνηγᾶ κ' εἰς τὰ βουνιὰ ψαρεύγει.
[265] Γιατί, ὅντε δείχνει καὶ πονεῖ, τότες ἀναγαλλιάζει· (265)
[266] τὴν ἐντροπήν της (ἐ)πεθυμᾶ κ' εἰς τὸ κακὸν σπουδάζει.
[267] Μ' ἕναν ἀμάτιν νὰ γελᾶ, μὲ τ' ἄλλο ν' ἀναδακρυώνη·
[268] τὸ δάκρυον δείχνει καὶ πονεῖ, τὸ γέλιον ὡς κομπώνει.
[269] Φίλον τὸν δείχνει καὶ πονεῖ γοργὸν τὸν ἐξοδιάζει
[270] καὶ παίρνει φόλαν γιὰ σολδίν, καλὰ καὶ δὲν τὸ ξάζει, (270)
[271] καὶ ἀπὸ τὴν φόλ' ἀσημαδὰν κι ἀπ' αὖτον ἀγκινάριν
[272] καὶ ἂν εὕρη πράκτες καὶ καιρόν, περνᾶ τὸ κιντηνάριν".
[273] Καὶ ἀπείτις τὰ κατέμαθαν, ἐμυριαναστενάξαν,
[274] ἐχαμηλῶσαν τὴν φωνὴν καὶ τὸν σκοπὸν ἀλλάξαν.
[275] Κ' ἐθέκασιν τὸ μάγουλον, ὡς εἶδα, στὴν παλάμην (275)
[276] κ' ἐτρέχασιν τὰ δάκρυα τως ὡς τρέχει τὸ ποτάμιν.
[277] Καὶ ὡς εἶδα ἐγὼ τὴν λύπην τως τὴν ἔδειξαν ὀπίσω,
[278] μ' ἔδοξεν τότε ὁ λογισμὸς νὰ τοὺς ἀναρωτήσω·
[279] λέγω των: "Πόθεν καὶ ἀπὸ ποῦ καὶ τοῦτο πῶς ὁμάδιν
[280] καὶ πότες ἐκατέβητε καὶ τί καιρὸν στὸν Ἅδην;" (280)
[281] Ἀκόντα μου τὸ ἐρώτημα κάτω στὴν γῆν ἐπέσαν,
[282] ἔκλαψαν καὶ τὸ βλέμμαν τως πάλ' εἰς ἐμὲν τὸ στρέψαν.
[283] "Αὐτό", λέγουν, "τὸ ρώτημα πλέον μὴν τὸ ρωτήσης,
[284] μὴ μᾶς πληθύνη κίνδυνος· σίγησ', ἀνὲν καὶ ὁρίζης".
[285] Καὶ μετ' ὀλίγον ἀπ' αὐτοὺς εἷς ἐπαρηγορήθην (285)
[286] καὶ τάχα ἐστράφην πρὸς ἐμὲ κ' ἴτις ἀπιλογήθην·
[287] "Λοιπόν, ἀπεὶν τὸ ρώτησες, θέλω σοῦ τ' ἀναγγείλειν
[288] ὡς ἐξ ἀνάγκης ἀπὸ 'δὰ μετὰ πικρὰ τὰ χείλη.
[289] Μάθ', ἀπὸ τὴν πατρίδα μας κατ' εὐγενειὰν κρατοῦμεν·
262 συζώντα̣ν̣ους Α 271 κἀπ᾿ Α
[290] καὶ ποίαν πατρίδαν, ἐρωτᾶς· δεύτερον νὰ σοῦ ποῦμεν. (290)
[291] Ἐμᾶς εἶν' ἡ πατρίδα μας ὅπού 'ναι τὸ λογάριν:
[292] ὡς ἀπὸ φύσιν καὶ λουτροῦ ἐγεύγουντα τὸ ψάριν.
[293] Τόπος ἄγριος, ἀδιάβατος καὶ τῶν πουλιῶν τὸ δάσος·
[294] ἐκεῖ ἐδείχθη(ν) ὑπεριψιὰ κ' ἐπλήθυνεν τὸ θράσος·
[295] καὶ ὅπου τοῦ κόσμου τὴν στρατιὰν ἐνίκησεν τὸ πάλιον (295)
[296] καὶ ὅπου τοῦ κόσμου ἀφέντεψεν τὸ μερτικὸν τὸ κάλλιον.
[297] Ἦτον καθρίπτης τ' οὐρανοῦ, ἦτον τοῦ κόσμου εἰκόνα
[298] καὶ ὡσὰν τ' ἀζάρι ἔβανεν τὰ ἕξι κ' ἐκράτειν τὸ ἕνα.
[299] Ἦτον ἡ κρίσις τῆς σοφιᾶς, τῆς βασιλείας φεγγάριν,
[300] μάνα τῆς πλουσιότητος καὶ τῆς στρατιᾶς ἱππάριν. (300)
[301] Ἦτον ἀντίθετον σκαμνὶν τῆς βασιλειᾶς τῆς Ρώμης
[302] καὶ τῆς ἀλαζονειᾶς ἀγγειὸν καὶ τῆς διπλῆς τῆς γνώμης.
[303] Εἰς αὔτην ὁ πατέρας μας ἦτον τὴν πόλιν πρῶτος,
[304] νὰ φέγγη ὡς ἥλιος τὸ πουρνὸν καὶ ὡς φέγγος εἰς τὸ σκότος.
[305] Εἴχαμεν πρώτην ἀδελφὴν ὀκάπου παντρεμένην, (305)
[306] μακρὰ 'πὸ τὴν πατρίδα μας κι ἀπὸ καιροῦ σταλμένην.
[307] Ἔδοξεν τοῦ πατέρα μας εἰς αὔτην νὰ μᾶς στείλη,
[308] νὰ συγχαροῦμεν μετ' αὐτὴν ὡς ἀδελφοὶ καὶ φίλοι.
[309] Καὶ κάτεργον ἀπὸ σκαριοῦ ὥρισεν ν' ἀρματώσουν,
[310] νὰ τὸ κοσμήσουν σύντομα, ρόγαν διπλὴν νὰ δώσουν. (310)
[311] Τὰ παλικάρια ἐφέρνασιν, ὀμπρός του τοὺς ἐστένα,
[312] κ' ἔπαιρνεν ἐκ τοὺς τρεῖς τοὺς δύο καὶ ἀπὸ τοὺς δύο τὸν ἕνα.
[313] Καὶ ἀπείτις τὸ εὐτρέπισεν ἀπ' ἄρματα καὶ πλούτη
[314] καὶ πολεμάρχους καὶ ἄρχοντας καὶ ἀπ' ἀφεντίαν τοσούτην,
[315] αὐτὸς εἰσέβη μετ' ἐμᾶς κ' ἡμεῖς μ' αὐτὸν ἀντάμα (315)
[316] καὶ ὠρέχθην τὴν οἰκονομίαν ὡς ὄμορφόν τι πρᾶγμα.
[317] Καὶ τότ' ἐγονατίσαμεν, ὡς ὥρισεν, ὀμπρός του
[318] καὶ ὅλους ἐμᾶς εἰς προσευχὴν ἐκίνησεν ἀτός του.
290 πατρίδ' ἂν scr. Legrand 298 τὰ ζάρη Β: τὰ ζάρε Α 304 ὡ̣ς 1 Α 306 κἀπὸ Α
[319] Διὰ λόγου μας ἐκόπτετον, μόνον διὰ μᾶς ἐβιάσθην
[320] κ' εἶπεν: «Ἐσὲν παρακαλῶ, γῆς καὶ οὐρανοῦ τὸν πλάστην, (320)
[321] καλὰ νὰ πᾶν, καλὰ νὰ 'ρθοῦν, καλὰ νὰ διαγείρουν
[322] κ' εἰς τὸ τραπέζιν μου καλὰ νὰ τοὺς ἰδῶ τριγύρου».
[323] Καὶ ἀφότου μᾶς εὐχίστηκεν, ἐδάκρυσεν κ' ἐξέβην
[324] καὶ τὸν ὑπόλοιπον λαὸν τότ' ὥρισεν κ' εἰσέβην.
[325] Κ' ἔδειξεν μὲ τὸ χέριν του τότε νὰ σηκωθοῦμεν (325)
[326] καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ δρόμου μας σύντομα νὰ κρατοῦμεν.
[327] Πάραυτ' ὁ κόμης ὥρμησεν καὶ ἤρχισε νὰ ὁρίση
[328] τῆς ἔξωθεν παραγιαλιᾶς νὰ λύσουν τὸ πλωρήσιν.
[329] Κ' ἐδώκασιν τὰ βούκινα καὶ τὰ παιγνίδια ἐπαῖξαν
[330] κ' οἱ ναῦτες ἐκαθίσασιν ὡς εἶδαν κ' ἐδιαλέξαν. (330)
[331] Τὸ σίδερον ἐσήκωσαν, τότ' ἐλασιὰν ἐστρῶσαν
[332] κ' ἔκαμαν βόλταν λάμνοντα κ' ἔσωσαν εἰς τὴν φόσαν.
[333] Πρὶν ν' ἀποχαιρετήσουσιν, ὅλοι φωνὴν ἐσύραν
[334] καὶ τῆς ὁδοῦ τὸ θέλημα ἐκ τὴν κεφαλὴν ἐπῆραν.
[335] Λοιπὸν τοῦ δρόμου τὴν ὁδὸν ἐπήραμεν καὶ τότες (335)
[336] ὁ νοῦς μας ἐκλονίζετο τὸ στρέμμα νά 'ναι πότες.
[337] Καὶ ὁ λογισμὸς ἐκόπτετον καὶ εἰς τὸ κακὸν ἐκίνα·
[338] τὸν θάνατον στὴν ξενιτείαν ὁ νοῦς μας ἐπρομήνα.
[339] Τρεῖς ὧρες οὐκ ἐτρέχαμεν κ' ἐχάθηκεν τὸ κάστρον
[340] κ' εἰς ἄλλην μίαν ἑσπέρωσεν κ' ἐφάνην πρῶτον ἄστρον. (340)
[341] Κ' ἔδειξεν τότ' ἐξαστεριὰ ὁμοίως κ' εὐδιὰ μεγάλη·
[342] ἡ νύκτα ἐκαλοφόρεσεν, τὸ δὲν ἐποῖκεν [ἡ] ἄλλη.
[343] Τὰ παλικάρια ἠγάλλουντα, ὅλοι ἐκαλοφοροῦσαν
[344] καὶ μετὰ πόθου καὶ χαρᾶς τὸν δρόμον ἐκρατοῦσαν.
[345] Ἐκεῖ πρὸς τὸ μεσάνυκτον ἡ ξαστεριὰ ἐσκοτίσθην, (345)
[346] οἱ ἄνεμοι ἐταράχθησαν κ' ἡ θάλασσ' ἐβρουχίσθην.
[347] Ἐσυχνοβρόντα κ' ἤστραπτεν κ' ἡ συννεφιὰ 'πονᾶτον·
[348] πῶς νὰ προσφέρη κίνδυνον τότες οἰκονομᾶτον.
342 om. Β
[349] Καὶ ὡς τῆς σφαγῆς τὸ πρόβατον εἰς τοῦ σφακτῆ τὸ χέριν
[350] κείτεται δίχ' ἀπαντοχῆς καὶ βλέπει τὸ μαχαίριν, (350)
[351] ἴτις ἐμεῖς τὸν θάνατον ἐμπρὸς τὸν ἐθωροῦμαν·
[352] στὸν Ἅδην νὰ κατέβωμεν ὡς θαρρετὰ κρατοῦμαν,
[353] διατὶ τὰ κύματ' ἤρχουντα ἐνάντιον τοῦ ἀνέμου
[354] κ' οἱ ναῦτες ἐφοβήθησαν κ' ἠρχίσασι νὰ τρέμουν.
[355] Κ' εὐθὺς καθούριν ἔσωσε μὲ τὴν βροντὴν καὶ χιόνιν (355)
[356] καὶ ἅμα τὸ σώσειν ἥρπαξεν τ' ἀριστερὸν τιμόνιν.
[357] Τότε τὸ ξύλον ἔπεσεν στ' ἀριστερόν του πλάγιν
[358] κ' ἔποικεν κτύπον φοβερὸν καί, ὡς ἔδειξεν, ἐράγην.
[359] Καὶ δεύτερον μᾶς ἔσωσε κύμα μὲ τὸ καθούριν
[360] καὶ τὸ νερὸν τ' ἀμέτρητον μᾶς ἤκαμεν κιβούριν. (360)
[361] Ηὗρε μας περιλαμπαστοὺς καὶ σφικταγκαλιασμένους
[362] ἡ τοῦ θανάτου συμφορὰ καὶ ἄπειρα λυπημένους·
[363] κ' εἰς τὸν βυθὸν μᾶς ἔριξεν ἀγκαλιαστοὺς ὁμάδιν
[364] καὶ ὁ Χάρος μᾶς ἐδέχθηκεν σύψυχους εἰς τὸν Ἅδην.
[365] Καὶ τ' ἄλλον τότε τοῦ λαοῦ οὐκ εἴδαμεν τί ἐγένη, (365)
[366] ἀμ' ἐχωρίσαμεν ἐμεῖς καὶ αὐτοὶ ἀπὸ μᾶς ὡς ξένοι.
[367] Ἤμουν ἐγὼ εἴκοσι χρονῶν καὶ αὐτὸς λίγον πλεοτέριν
[368] καὶ ἀμάδι στεφανώθημαν κ' εἶχεν καθεὶς τὸ ταίριν.
[369] Διὰ τοῦτο μᾶς ἐδόθηκεν ἀντάμα νὰ ταφοῦμεν
[370] καὶ ἀντάμα νὰ γυρίζωμεν καὶ νὰ συμπερπατοῦμεν. (370)
[371] Καὶ ἐμεῖς στὸν Ἅδην σώνοντα, σώνει κ' ἡ ἀδελφή μας
[372] κ' ἐβάσταν βρέφος κ' ἤρχετον καί, τὸ στραφῆν καὶ δεῖ μας,
[373] ἐσκόλασεν τὸ βιάζετον, ἔπαυσεν τὸ σπουδάζειν
[374] καὶ βλέποντα τὸ οὐκ ἤλπιζεν ἤρχισε νὰ θαυμάζη
[375] πῶς εἰς τὸν Ἅδην ἔβλεπεν τοὺς ἤξευρεν κ' ἐζοῦσαν (375)
[376] καὶ πῶς τὸν κόσμον ἔχασαν τοὺς εἶδεν κ' ἐπονοῦσαν.
[377] Καὶ μετὰ τοῦτον τὸν σκοπὸν ἤστεκεν κ' ἐσυντήρα
[378] τὰ δύσπιστα νὰ μὴ ξαργῆ καὶ νὰ πιστεύγη μοίρα.
355 βροχὴν Panagiot.
[379] Καὶ κάπου ἐπιστώθηκεν κ' εἶδεν κ' ἐγνώρισέν μας
[380] καὶ ἀπείτις μᾶς ἐγνώρισεν, ἦρθεν κ' ἐσίμωσέ μας (380)
[381] καὶ τὸν καθέναν ἥρπαξεν μὲ πόθον καὶ ἀγκαλιάσθην
[382] κ' ἔπειτα στὸ τραχήλι μας ὕστερ' ἀποκρεμάσθην·
[383] καὶ μετὰ δάκρυα ἐκίνησεν τὴν ὄψιν της νὰ πλύνη
[384] κ' εἶπε μας ἐξενίζοντα: «Τάχα καὶ νά 'σθ' ἐκεῖνοι
[385] τοὺς εἶχα ἀμάτια κ' ἤβλεπα, τοὺς εἶχα φῶς κ' ἐθώρουν, (385)
[386] ἐντιμοτάτους ἤβλεπα, λαμπρὰν στολὴν ἐφόρουν;»
[387] Ἔκλαιν ἐκείνη εἰς μιὰν μερὰν κ' ἡμεῖς ὁμοίως εἰς ἄλλην
[388] καὶ μετὰ δάκρυα ἐσύντυχεν κ' ἐρώτησέ μας πάλιν:
[389] «Πότε τὸ βλέπω ἐγίνετο; Πῶς τὸ θωρῶ ἐσυνέβη;
[390] Καὶ πῶς ἡ Τύχη ἐνάντιον σας νὰ κλώση ἐσυγκατέβη;» (390)
[391] Κ' ἐδιάβην ὥρα περισσὴ νὰ τῆς ἀποκριθοῦμεν,
[392] εἰς ὅ,τι μᾶς ἐρώτησεν κατὰ λεπτὸν νὰ ποῦμεν.
[393] Καὶ τότ' ἀπιλογήθημαν μετὰ δακρυῶν καὶ πόνου
[394] κ' εἴπαμεν τὸ μᾶς ἤφερεν ἡ συμφορὰ τοῦ χρόνου·
[395] πῶς τῆς θαλάσσου ὁ κίνδυνος, πῶς ἡ φθορὰ τ' ἀνέμου (395)
[396] στὸν Ἅδην μᾶς ἀπέσωσεν δίχως αἰτίαν πολέμου:
[397] «Ἔρχοντας τότες εἰς ἐσὲ μὲ πόθον νὰ σὲ δοῦμεν
[398] μὲ τοῦ πατρός μας τὴν εὐχὴν καὶ πάλιν νὰ στραφοῦμεν,
[399] ἡ εὐχὴ κατάρα ἐγίνετον κ' ἡ προσευχή του βάρος
[400] καὶ θάνατος ὁ δρόμος μας καὶ τὸ ταξίδιν Χάρος. (400)
[401] Καὶ τοῦτον πότ' ἐγίνετον λέγω μικρὸν σημάδιν:
[402] ἀκόμη ἀπὸ τὰ ροῦχα μας βλέπεις ὑγρὰ μοιράδιν».
[403] Ἀκόντα μου τὸ ρώτημαν ἔκλαιγεν κ' ἐθρηνᾶτον
[404] κ' εἶπεν: «Οὐαὶ τοὺς καρτερεῖ τὸ δολερὸν μαντάτον,
[405] ὁποὺ στὸν Ἅδην ἔπεψαν μίαν νύκτα, μίαν ἑσπέραν (405)
[406] τοὺς εἴχασιν παρηγοριάν, δύο υἱοὺς καὶ θυγατέραν!
[407] Τὸν Χάρον τως ἐσπείρασιν, θάνατον ἐθερίσαν,
382 κ' ἔπειτα.. Α: καὶ στὸ τραχῆλί μας τῶν δυὸ Panagiot.
[408] κόπους τοὺς ἀγωνίζοντα ἀλλῶν τοὺς ἐχαρίσαν.
[409] Ἀνθὸς ἦτον ἡ δόξα των, λουλούδιν ἡ χαρά των,
[410] διὰ ταῦτα ὀ ἥλιος ἔφερεν τὸ δολερὸν μαντάτον. (410)
[411] Στὰ χιόνια ἐθεμελιώσασιν κ' εἰς τὸ νερὸν ἐκτίσαν·
[412] τώρα τὰ χιόνια ἐλύσασιν καὶ τὰ νερὰ σκορπίσαν.
[413] Τὸ θεμελίωσαν ἔπεσεν, τὸ ἔκτισαν ἐράγη
[414] καὶ ἡ καρδία τως μὲ σπαθὶν δίστομον τώρα ἐσφάγην.
[415] 415 Ἡ Τύχη τὸ δοξάριν της ἐνάντιον τὸ ἐκοκιάσεν
[416] κ' εὐκαίρεσεν τὴν σπούρδαν της ὥστ' ἁποὺ τοὺς ἐφτίασεν.
[417] Μὲ τὴν καρδίαν τως ἤκαμεν σημάδιν τοῦ δεξιώτη
[418] κ' ἔριξεν τὲς σαγίτες της ἀπὸ ὕστερον ὣς πρώτην·
[419] καὶ ἀπ' ὅλες μία δὲν ἔσφαλεν, ὅλους ἐπλήγωσέν τους·
[420] ποῦ νὰ τῶν δώση δὲν εἶχε πλία, διατὶ ἐθανάτωσέν τους». (420)
[421] Καὶ ἀπείτις ἐθρηνήσαμεν κ' ἐκλάψαμεν ἀμάδιν,
[422] τότε τὴν ἐρωτήσαμεν: «Κ' ἐσὺ πότε στὸν Ἅδην;»
[423] Ἀκόντα μας τὸ ἐρώτημαν ἔκλαψεν κ' ἐλυπήθην
[424] καὶ ἀφότου ἐστράφην πρὸς ἐμᾶς, ἴτις ἀπιλογήθην:
[425] «Κείτοντα στὸ κρεβάτιν μου μυριοθορυβουμένη (425)
[426] (ὀκτὼ μηνῶν, μ' ἐφαίνετον, ἤμουν ἐγγαστρωμένη)
[427] ἐφάνη μου στὸν ὕπνον μου κάτινες μ' ἐλαλῆσαν
[428] καὶ λέγουν με: ‘Τί κάθεσαι; Τ' ἀδέλφια σου ἐβουλῆσαν!’
[429] Εὐθὺς τὰ ἐντός μου ἐπέσασιν καὶ συγκοπὴ μ' ἐσέβη
[430] κ' ἐπῆγεν κάτω τὸ παιδὶν καὶ ἄνω ἡ ψυχή μου ἐξέβη. (430)
[431] Κ' ἴτις ὁ Χάρος μ' ἔδωκεν θάνατον εἰς τὴν γένναν·
[432] ὁμοίως τὸ βρέφος τὸ βαστῶ ἐπῆρα μετὰ μένα.
[433] Ἀπὸ τὸν κόσμον μ' ἔδωκεν μόνον αὐτὸ μοιράδιν,
[434] τάχα νὰ παίρνω ἄνεσιν καὶ συνοδιὰν στὸν Ἅδην».
[435] Κ' ἐδὰ στὰ ξημερώματα ἔσωσεν ὑπηρέτης (435)
[436] καὶ πρὸς αὐτὴν ἐσίμωσεν κ' ἐσύντυχεν ἐδέτις:
411 χίονια Α 412 χίονια Α 420 τ(ῶ̣ν)̣ Α
[437] «Ἀπάρτι χώρισε ἀπ' αὐτοὺς καὶ πλέον μὴν ἀργήσης·
[438] ἔμπα στοῦ Χάρο τὴν αὐλὴν καὶ τὸ χρωστεῖς νὰ δώσης».
[439] Κ' εἰς ὥραν ὀλιγούτσικην πέντε διὰ μᾶς ἐσῶσαν
[440] κ' ἔρικταν ἐκ τὸ στόμαν τως πύρινον ἔξω γλώσσαν, (440)
[441] ἀρματωμένοι, πτερωτοί, ἀγριώτατοι καὶ μαῦροι,
[442] κ' εἶχαν τὴν ὄψιν ἄσχημον, μαύρην ὡσὰν σινάβριν·
[443] πόδια καὶ ἀνύχια καὶ πτερὰ σὰν νυκτερίδας εἶχαν
[444] καὶ ἀγάλια μᾶς ὡμίλησαν, ταῦτα μᾶς ἐσυντύχαν".
[445] Καὶ πρὸς τὸ τέλος εἶπαν με: "Τάχα, θαρρῶ, ἄκουσές τα· (445)
[446] εἶπα σε τὰ γενόμενα καὶ ὅλα κατέμαθές τα.
[447] Κ' εἰς τὸ μὲ βιάζεις νὰ σὲ πῶ, τοῦτο πότες ἐγένη,
[448] λανθάνομ' ἀπὸ τὸν καιρὸν καὶ ἀπὸ τὸν νοῦν μου ἐβγαίνει,
[449] διατὶ στὸν Ἅδην τὸν πικρὸν ἥλιος οὐκ ἀνατέλλει,
[450] οὐδὲ τὸ φέγγος τοῦ οὐρανοῦ τὸ ξέλαμπρόν του στέλλει. (450)
[451] Χρόνος ἐδῶ οὐ γίνεται κ' ἡμέρα οὐ χωρίζει,
[452] ἀλλὰ τὸ σκότος τ' ἄμετρον τρέχει καὶ ὀμπρὸς τανύζει".
[453] Καὶ ἀπείτις μ' ἐδηγήθηκεν, ἐσίμωσε κ' ἐστάθη
[454] καί, ὡς ἔδειξεν, ἐγδέχετον διὰ νὰ τοῦ πῶ νὰ μάθη.
[455] Καὶ πρὸς ἐμὲν ἐστράφησαν πάλιν νὰ μ' ἐρωτήσουν, (455)
[456] τοῦ κόσμου τὰ ἐντυλίματα κατὰ λεπτὰ ν' ἀκούσουν.
[457] Μὴ δύνοντα τὸ ἀποκριθῆν καὶ παρααναμένειν,
[458] διὰ τὸ σπουδάζειν τοῦ στραφῆν κ' εἰς τὴν φωτιὰν ἐβγαίνειν,
[459] "Ἔχετε πλιὸν ἐρώτημα; Μέλλω στραφῆν", τοὺς εἶπα.
[460] Λέγουν μ': "Ἀκροκαρτέρησε νά 'ρθουν καὶ αὐτοὶ ὁποὺ λεῖπα, (460)
[461] μήπως καὶ θέλουσιν καὶ αὐτοὶ κάτι νὰ παραγγείλουν
[462] καὶ ἀπὸ τὸν Ἅδην τὸν πικρὸν πιττάκια διὰ νὰ στείλουν".
437 καὶ πλέον.. Α: καὶ μὴν ἀργῆς νὰ σώσης Panagiot. 438 χάρου Β 439 ὀλιγούτζικον Α Β 452
τονίζει ΑΒ: corr. Legrand 454 ἐδέχετον ΑΒ: corr. Politis 457 παραἀναμένειν Α: παρὰ ἀναμένει
Β: περιαναμένειν Panagiot. 459 μέλλει ΑΒ: corr. Legrand
[463] Ἀλλήλως ἐσυντύχασιν κ' εἷς ἀπ' αὐτοὺς ἐστράφην
[464] κ' ἐκοντοπήδα μὲ σπουδήν, ὡς πολεμᾶ τὸ λάφιν.
[465] Καὶ εἰς ὥραν ὀλιγούτσικην βλέπω φουσάτον κ' ἦρθεν· (465)
[466] δὲν εἶχεν μέτρος, τὸ ἔβλεπα, κ' ἤρχετον ἀπ' ἐκεῖθεν·
[467] ἐκεῖ 'δα νέους καὶ λυγερές, ἄνδρες καὶ παλικάρια
[468] καὶ πολεμάρχους μὲ σπαθιὰ γυμνὰ διχῶς φηκάρια·
[469] καὶ σκορπισμένους ἄρχοντες, πεζοὺς καὶ καβαλάρους,
[470] νά 'χουν μὲ αὐτοὺς ὑποταγές, ρήτορες καὶ νοδάρους. (470)
[471] Εἶδα διακόνους σ' ἐκκλησιές, πισκόπους καὶ παπάδες
[472] κ' εἰς τὸν παστὸν ἀντρόγυνα, γαμπροὺς μὲ τὲς νυφάδες.
[473] Εἶδα κ' ἐφέρασιν σκαμνιὰ νὰ κάτσουν οἱ νοδάροι·
[474] κοντύλι(ν) ἐκράτειν ὁ καθείς, χαρτὶν καὶ καλαμάρι·
[475] κ' εἶχεν καθεὶς τριγύρου του φουσάτον νὰ τὸν βιάζη· (475)
[476] ἄλλος πιττάκια νὰ ζητᾶ, ἄλλος "Χαρτίν!" νὰ κράζη.
[477] "Σήμερ' ἀποστολάτορας μισεύγει", νὰ λαλοῦσιν,
[478] "βιάζου πολλά, μηδὲν ἀργῆς ὀγιὰ νὰ τὸ βαστοῦσιν".
[479] Κ' ὑγρὰ πιττάκι' ἀπὸ σπουδῆς ἐκ τοὺς γραφιοὺς ἐπαῖρναν·
[480] ἄλλοι, ἔβλεπα, τὰ βούλωναν καὶ ἄλλοι ἀνοικτὰ τὰ φέρναν. (480)
[481] Τόσοι μ' ἐκαταπέσασιν πιττάκια νὰ μὲ δώσουν,
[482] ὀκ' ἔφριξα θωρώντα τους κ' ἐτράπην πρὶν νὰ σώσουν.
[483] Ὅλοι τὰ χέρια ἐσήκωσαν καὶ πρὸς ἐμὲ θωροῦσαν:
[484] "Ἔπαρ' πιττάκια!" ἐκράζασιν, "Βάστα χαρτιά!" λαλοῦσαν·
[485] "καὶ ὡς ἀπὸ λόγου μας γραφὲς αὐτὲς βάστα μετά σου (485)
[486] ἀπὸ τὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ βλέπε μὴ σοῦ πέσουν.
[487] Λάλησε καὶ ἀπὸ λόγου σου· εἰπὲ τοὺς πονεμένους:
[488] Τοὺς εἰς τὸν Ἅδην ἔχετε ἀπὸ καιρὸν θαμμένους,
[489] τὸν οὐρανὸν στερεύγουνται, τὸν ἥλιον δὲν θωροῦσιν,
471 καὶ 'κλησιές ΑΒ: coni. Kakridis 475 βίαζη Α
[490] τὸ χῶμαν ἔχουν σάβανον, τὴν γῆν στολὴν φοροῦσιν. (490)
[491] Στεφάνιν ὅσοι ἐφόρεσαν ἀπὸ μυρτιὰν καὶ δάφνην
[492] τώρα τῆς γῆς τὸν κορνιακτὸν ἔχουν ὀδιὰ στεφάνιν.
*****
[493] Στὴν μέσην των δὲν δύνουνται ζωνάριν νὰ βαστάξουν·
[494] ἐδῶ δὲν εἶναι ἀλλαγωγὲς τὴν σκόλην διὰ ν' ἀλλάξουν.
[495] Τὸ χῶμαν τὸ ἐπάτησαν εἶναι στὴν κεφαλήν τως (495)
[496] καὶ κάτω στὰ ποδάρια τως ἔπεσεν τὸ μαλλίν τως.
[497] Τὰ μάτια τως ἐσβέσασιν τὰ ὡραιοπλουμισμένα·
[498] τὸ χῶμαν τὰ ἐσκέπασεν κ' εἶναι κατακλεισμένα.
[499] Τὸν κόσμον πλέον δὲν θωροῦν ὡσὰν τὸν ἐθωροῦσαν,
[500] ὁντὲν ἐζοῦσαν οἱ πτωχοί, μὰ ἐδῶ πολλὰ πονοῦσαν. (500)
[501] Ἡ ὄψη τως ἡ ἄμορφος κάποτ' ἦτον λουσμένη·
[502] τώρα φαγώθην εἰς τὴν γῆν κ' εἶναι πολλὰ βλαμμένη.
[503] Ἡ γλώσσα τως ἡ ἐλεεινὴ δὲν ἠμπορεῖ λαλήσειν,
[504] ὡς γιὰ νὰ πῆ τὸ δίκιον της καὶ νὰ τὸ ὁμιλήση.
[505] Τὰ χέρια τως δὲν δύνουνται ἀπάνω νὰ σηκώσουν (505)
[506] οὐδὲ νὰ τὰ μαζώξουσιν οὐδὲ νὰ τὰ ξαπλώσουν,
[507] τὸν Θεόν τως νὰ δοξάσουσιν μὲ τὴν ταπεινοσύνην,
[508] γιὰ νά 'βρη ἡ ψυχίτσα τως μικρὰν ἐλεημοσύνην.
[509] Τὰ πόδια τως τὰ ὄμορφα τώρα στὸν Ἅδην εἶναι
[510] καὶ τρώγουνται καθημερνόν· ἀλὶ κρίμαν ὁπού 'ναι! (510)
[511] Καὶ νὰ περπάτησαν ποτὲ καὶ νὰ ἐπιλαλῆσαν,
[512] τώρα ὅπού 'ναι εἰς τὴν γῆν σκώληκες τὰ γυρίσαν.
[513] Τὰ χείλη κατεμαύρισαν κ' ἐκόπην ἡ λαλιά τως,
[514] ἡ κεφαλή των σχίστηκεν κ' ἔπεσαν τὰ μυαλά τως.
[515] Τοῦτο σὲ λέγομεν νὰ πῆς δίχως τῶν πιττακιῶν μας, (515)
492 ὁδιὰ στεφάνην Α: καὶ τὴν ἀράχνην Panagiot. 501 ὄψι̣ Α 511 ἐπιλαλάσαν Α: -λούσαν Β: corr.
Legrand
[516] τὸν ἄμετρόν μας τὸν βλαμμὸν τὸν ἔχουν τὰ κορμιά μας,
[517] ἂ λάχη νὰ πονέσουσιν καὶ νὰ μᾶς λυπηθοῦσιν,
[518] νὰ ξεζαρώση ἡ χέρα τως καὶ νὰ μᾶς θυμηθοῦσιν.
[519] Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, βλέπε μὴ λησμονήσης
[520] νὰ πᾶς αὔρι στὸ σπίτι μας καὶ νὰ τῶς ὁμιλήσης. (520)
[521] Εἰπὲ καὶ τὰς γυναῖκας μας, εἰπὲ καὶ τῶν παιδιῶν μας
[522] νὰ δώσουσιν πολλῶν πτωχῶν ἀκόμη ἀπὸ τὸν βιόν μας·
[523] νὰ πέψουσι στὲς φυλακὲς ψωμίν, κρασὶν καὶ ἀλεύριν,
[524] γιὰ νὰ τῶν ἔχωμεν κ' ἡμεῖς πολλὴν ἢ ὀλίγην χάριν.
*****
[525] [Ἂς πιάσουν τὴν διάταξιν τὴν ἔποικα στὸν κόσμον (525)
[526] καὶ δὲν ἀφῆκα κανενὸς πλὴν τῶν παιδιῶν μου μόνον,
[527] θαρρώντας ὁ κακότυχος νὰ ποίσουν ὡς γιὰ μένα,
[528] γιατί, ὅνταν ἤμουν ζωντανός, κακά 'χα καμωμένα.
[529] Διαταῦτος σὲ παρακαλῶ πάλιν μὴ λησμονήσης
[530] νὰ πᾶς, ὡς εἶπα, σπίτι μας καὶ νὰ τῶν ὁμιλήσης. (530)
[531] Ἐσᾶς πάλιν παρακαλῶ, ὥστε ὁποὺ νὰ ζῆτε,
[532] κάμνετε διὰ τὸν Χριστὸν αὐτοῦ ὅπου πορπατεῖτε,
[533] ὀδιὰ νὰ βρῆτε εὕρεμαν δίχως κανέναν κόπον
[534] ἐκεῖ ὅπου θέλετε ὑπὰν μὲ βιὰν πολλὴν καὶ κόπον.
[535] Μὴ σὲ πλανέση συγγενής, γυναίκα ἢ παιδίν σου (535)
[536] νὰ τῶν ἀφήσης τίποτας δώσιν διὰ τὴν ψυχήν σου·
[537] ἀμὲ χαρὰ στὸν ἄνθρωπον ὁποὺ μὲ χέρια φθάνει
[538] καὶ ἀνοίγει τὸ σακούλιν του καὶ δίδει πρὶν νὰ θάνη.
[539] Ἐσφικτοκλείδωνα καλά· πτωχὸς οὐδὲν ἐτόλμα
[540] νὰ μὲ ζητήση τίποτας, ν' ἀναχασκίση στόμα, (540)
[541] διατὶ ἐκατέχασιν καλὰ τὴν εἴδησιν τὴν εἶχα·
[542] δὲν ἐσιμώνασιν ποτὲ οὐδ' ὄρεξιν δὲν εἶχα.
[543] Ἀμὲ 'κράτουν κ' ἐμάζωνα καὶ θύμησιν δὲν εἶχα
[544] διὰ τὴν ψυχὴν τὴν ταπεινὴν νὰ δώσω λίγην ψίχα.
523 ἀλεῦριν ΑΒ: σιτάριν Legrand, Panagiot. 525- 556 delevi 539 ἐσ̣φ̣ικτοκλείδονα Α
[545] Ὅποιος ἐλπίζει ὀπίσω του γιὰ τὴν διάταξίν του (545)
[546] νὰ δώσουσιν τινὲς πτωχῶν κομπώνει τὴν ψυχήν του·
[547] διότι δὲν κουράρουσιν οὐδὲ ποσῶς ψηφοῦσιν,
[548] ἀμὲ νὰ τρῶν, νὰ πίνουσιν, τὸν βιόν τως νὰ κρατοῦσιν·
[549] νὰ τὸν κρατοῦσι σφαλιστὸν μὲ δύο, μὲ τρεῖς κατῆνες·
[550] φλουριά, δηνέρια καὶ πτερὰ μὲ τὲς χρυσὲς κουρτίνες· (550)
[551] μόνον νὰ λογαριάζουσιν ὀκαὶ νὰ τὰ πληθύνουν,
[552] καὶ θύμησιν δὲν ἔχουσιν αὐτῶν ὁποὺ τ' ἀφήνουν.
[553] Νά 'πες οὐκ εἶδαν τους ποτὲ οὐδὲ μὲ αὐτοὺς ἐφάγαν
[554] οὐδ' ἐγευτήκασιν ποτὲ ἀμάδιν κ' εἶχαν φάβαν.
[555] Δὲν ἔχω πλέον νὰ σοῦ πῶ νὰ πῆς τῶν πονεμένων, (555)
[556] εἰμὴ χαιρετισμοὺς πολλοὺς ἐκ τῶν πολλὰ βλαμμένων.]"
*
[557] Δόξα πατρὶ καὶ τῶ υἱῶ καὶ πνεύματι ἁγίω,
[558] τῶ ποιητῆ μου καὶ θεῶ καὶ πλάστη παναιτίω. Ἀμήν.
[559] Νικόλαος ὁ Καλλιέργης, ὁ υἱὸς τοῦ Ζαχαρίου,
[560] ὁ τῶν γραμμάτων συνθετὴς τούτου τοῦ τυπαρίου, (560)
[561] ἐκόπιασεν γι' αὐτὴν τοῦ Μπεργαδῆ τὴν ρίμα,
[562] νὰ μὴν τῆς εὕρη οὐδὲ εἷς διαβάζοντά την κρίμα,
[563] ὡσὰν εὑρίσκουνται τινὲς πολλὰ κατεσφαλμένες,
[564] οἱ ὁποῖες τὸ δίκαιον ἤθελεν νά 'σαν κατακαημένες.
[565] Εἰς χίλια πεντακόσια καὶ θῆτα ἐξετυπώθη, (565)
[566] εἰς μήνα τὸν Δεκέμβριον καὶ ἔξωθεν ἐδόθη.