Μανιάτικο μοιρολόγι

Εὐχαριστῶ τὶς ἐκδόσεις "ΕΡΜΗΣ" γιὰ τὴν ἄδεια ἀναδημοσιεύσεως.

    Μανιάτικο μοιρολόγι 

"Τὸ ἆσμα εἶναι ἀξιοσημείωτον διὰ τὴν ἀριστοτεχνικὴν ἀπόδοσιν τοῦ ὠμοῦ καὶ ἀποφασιστικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἡρωίδος του, χαρακτῆρος τραγικῆς Ἠλέκτρας. Ὁλόκληρον ἀποπνέει τὴν φρίκην διὰ τὴν ἀγρίαν ἀποφασιστικότητα τῆς ἐκδικητικῆς Μανιάτισσας. Τὴν δ' ἐντύπωσιν ταύτην τῆς φρίκης ἐπαυξάνει καὶ ὁ πλήρης αἱμάτων καὶ δεισιδαίμονος φόβου κόσμος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ζῇ ἡ ἡρωΐς".
                                
                  Στίλπων Κυριακίδης - Τὸ δημοτικὸ τραγούδι

Μιὰ σκόλη καὶ μιὰ Κυριακή,
ὅπου ξημέρων' ἡ Λαμπρὴ
κ' ἔφκιανα τὶς τυρόπιτες,
ἔφκιανα δὲν ἐφκιάνουντα,
ἔψηνα δὲν ἐψήνουντα
μόνε κομμάτια γίνουντα.
Ἔβαφα κόκκινα αὐγὰ
κ' ἐκεῖνα δὲν ἐβάφουντα,
μόν (ον) ἐγίνουντα μουντά.
Ῥώτησα τὸν πατέρα μου
καὶ τὸ χρυσό μου πεθερό.
"Γιὰ δὲ μοῦ λές, πατέρα μου,
ποὺ φκιάνου καὶ δὲ φκιάνουντα,
ἔψηνα [καὶ] δὲν ἐψήνουντα,
μόνα κομμάτια γίνουντα,
ποὺ σὲ καλό μας νὰ γενῇ
κι ὁ Καλαπόθος μου νὰ ζῇ;
-Τί νὰ ζὲ ποῦ, παιδάκι μου!
Βάλε κουλούιρα 'ς τὴν ποϊδὰ
κόκκιν' αὐγὰ 'ς τὴ ζουιναρὰ
καὶ πᾶρε δίπλα τὰ βουνά,
ἄϊντε 'ς τὴ στάνη γιὰ νὰ πᾶς,
νὰ βρῇς τὸν Καλαπόθο μας
ν' ἀρμέγῃ νὰ τυροκομᾷ".
Βάνω κουλούιρα 'ς τὴν ποϊδά,
κόκκιν' αὐγὰ 'ς τὴ ζουιναρὰ
καὶ πὰ ἀπάνου 'ς τὰ βουνά.
'Σ τὸ δρόμο, ποὺ ἐπήγαινα,
ἀπάντησα τοὺς σμίχτες του.
"Σμίχτες, ποῦ ἔν ὁ σμίχτης σας
καὶ ποῦ ἔν ὁ Καλαπόθος μου;
-'Σ τὴ στάνη τὸν ἀφήσαμε,
ν' ἀρμέγῃ νὰ τυροκομᾷ,
γιατὶ δὲν ἦταν σὰν καλά".
Καὶ μ' ἔφαγ' ἡ καρδία μου,
τί δὲν ἔναι καλὴ δουλειά.
Τὸν δρόμο τὸν αὐγάτισα,
'ς τὴ στάνη κοντοζύγωσα
κ' οἱ σκύλοι μὲ βαβύζασι.
"Ἔ! σκύλοι, ἔ! μαυρόσκυλοι,
δὲν εἶμ' ἐγὼ νοικοκυρά,
τοῦ Καλαπόθου ἡ ἀδελφή";
Τοὺς ἔρρηκα λιγάϊ ψωμὶ
κ' οἱ σκύλοι ἐγαληνάρασι.
Μέσα 'ς τὴ στάνη ἔμπηκα,
τὸ γῦρο της ἐγύρισα
καὶ τίποτα δὲν ηὕρηκα.
Τηράζου μές 'ς τὴν ἀγκουνὴ
καὶ τόνε βλέπου ἐδακεῖ
διπλωμένο τὴ ῥασσιᾶ
καὶ τοῦ μιλοῦ, δὲ μοῦ μιλᾷ.
Πιάνου τόνε κατακυλιοῦ,
μά' χε σαράντα μαχαιριὲς
καὶ δύο διπλοχατσαριὲς
μέσ' ς τὶς ἀγιάτρευτες μεριές.
"Μίλα μου, Καλαπόθο μου,
ποῖος σου ἔναι ὁ φονιᾶς";
Ἄκουσα μιὰ σληρὴ φωνή,
θὰ μ' ἀπεκρίθ' ὁ Σατανᾶς.
"Ἄντρας σου κι ὁ κουνιάδος σου,
κεῖνοι μὲ ἐσκοτώσασι".
Ἔβαλα πέτρα 'ς τὴν καρδιὰ
καὶ δὲν ἐμίλησα μιλιά,
μὰ παίρνου δίπλα τὰ βουνὰ
καὶ διάηκα τὴν Τζίμοβα
καὶ ἀγοράζου σουλιμᾶ
καὶ διάηκα 'ς τὸ σπίτι μου
κ' ἔβαλα καὶ μαγέρεψα
καὶ κόβω κοσιπέντε αὐγὰ
κ' ἔβαλα μέσα σύγκλινα,
ἔρρηξα καὶ τὸ σουλιμᾶ.
Ἀπὲ τοὺς ἐπροσκάλεσα
μὲ γέλοια καὶ μὲ χόρατα,
τί δὲν ἤξέρου τίποτα,
νήτι εὐχαριστήθηκα.
Ἐκάτσασι καὶ τρώασι.
"Νὰ φᾶτε νὰ χορτάσετε,
μὰ θὲ νὰ τὸ πλερώσετε
τῆς Παναγίας τὸ κερί".
Ὅντε χτελέστηκ' ἡ δουλειά,
μίλησα τοῦ πατέρα τους
καὶ τοῦ χρυσοῦ μου πεθεροῦ.
"Ἔλα, ἔ! τώρα νὰ σὲ εἰποῦ
καὶ ὅπως θέλεις κρῖνε το.
Ἔκαμ' ὅ,τι ἐκάμασι
ἐχτέλεσα τὸ χρέος μου.
-Νύφη μου, νά χῃς τὴν εὐκὴ
καὶ κληρονόμος νὰ γενῇς
σὲ μένα καὶ 'ς τοῦ πάππου σου".