Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Τὸ καθρέφτισμα τοῦ ναρκίσσου


Τὸ καθρέφτισμα τοῦ ναρκίσσου

σιδ΄

Ὁ ἥλιος ἔβρεχε φωτιά, πύρωνε τὴν παληὰ μονή,
πέρα τ’ ἀρχαῖα ἐχρύσιζαν, μ’ αἴγλη θεϊκὴ γελοῦσαν!
Ἀλλοῦ τὰ μάτια ἐθαύμαζαν, τὴν ἄλλη ὄχθη μετροῦσαν,
χέρι μ’ ἀλαφρονάγγιξε, βροντᾷ τοῦ ἡγούμενου ἡ φωνή.

«Γυιέ μου, ἀντίκρυ μὴ σταθῇς, κεῖ ’ναι ῥηγᾶτο ξωτικῶν,
θὰ σ’ ἀμποδέσουν μὲ γητειὲς κι’ ἀγαληνὰ θὰ σβήνῃς.
Τρέφοντ’ ἀθάνατη ψυχή, θὰ σὲ πυργώσουν γιὰ θεόν,
θὰ νιώθῃς νηὸς καὶ λεύτερος, ἀμὴ φριχτὰ θὰ φθίνῃς».

Λυκόφως βάρκαν ἔλυσα καὶ λυκαυγὴ τὴν βρῆκα,
ἦταν ξανθὴ λευκόσαρκη κι’ εἶχε ἀγαλμάτινο κορμί,
κάθε παληὸ ἐλησμόνησα κι’ ἤπια τὴν κάθε ἡδονή,
τὶς μέρες παίζαμε γυμνοί, τὰ βράδια ἐστάζαν γλύκα.

Μιὰ ἡμέρα μόνος ἔγειρα στὴν λίμνη νὰ καθρεφτιστῶ.
«Νερά, δεῖξτε μου δύναμι, δεῖξτε μου κι’ εὐτυχία!
Δεῖξτε μου γνῶσι, λευτεριά, δεῖξτε πὼς ὅλα τὰ μπορῶ!»
Θλῖψις καὶ μῖσος κι’ ἄβυσσος, λέπρα καὶ δυσωδία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου