Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Ὁ βάρβαρος καὶ ἡ ῥήγισσα

βάρβαρος κα ήγισσα

ρϞ΄

Γονάτισεν ἡ ήγισσα, γυμν σκυφτ προσμένει,
στὸν τράχηλό της πέφτουνε, δεξιόζερβα, σπαθιά,
τὰ γαλατένια μέλη της μ δαχτυλις λερά,
κι’ ἔξω κουρσεύει θάνατος κι’ γρια φωτι παχαίνει.

δο ζυγώνει πορθητής, ἄρχος τῶν βαρβάρων,
καὶ λυκοτόμαρο μαντ στος μους της περν.
«Σήκω ἀπάνου ήγισσα, μ τ σκληρ καρδιά,
θὰ λεοσα ν στεργες γυνακα ν σ πάρω».

«Δὲν εναι πόρν’ ήγισσα σ φύλαρχον γροκο
ποὺ βόσκει σν τετράποδο κι’ λο χαμοθωρε,
εἶναι μητέρα τοῦ λαο, στ σκότη τ κερί,
χρυσάλυσις ποὺ δένει τον μ τ’ ορανο τν οκο.

Στοχάσου πρὶν στ στήθη μου τ’ τσάλι σου βυθίσς,
προσκύνησέ με δοῦλος μου κα γίνου μαθητής,
θὰ σ διδάξω, βάρβαρε, πς τ’ στρη ν θωρς,
πῶς π’ γέλες κι’ χαμνος κάστρη ν κυβερνήσς».

Θρασαύχενη τὴν θαύμασε, στος λόγους ηρε τάξι,
κι’ ὥρισε τν γραμματικ τν μαρτυρία ν π,
«μεγάθυμος», «φιλεύσπλαγχνος», «χαρίσας τὴν ζωή»,
κι’ ἔπειτ’ λάργεψε φονης μάλαμμα ν συνάξῃ.

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

The Gates Of Nineveh



















Διασκευὴ ποιήματος τοῦ Ρόμπερτ Ἔρβιν Χάουαρντ

Τῆς Νινευὶ οἱ καστρόπορτες! Φουσσᾶτα τὲς ζυγώνουν,
γυρνᾷ ὁ Σαργὼν διαγουμιστής, μὲ δόξα θερισμένη,
βιγλίζει τοὺς τειχόπυργους, καθάρια, δές, στυλώνουν,
στὸ πρωινὸ τὸ ἡλιόφωτον ἁδρὰ χαρακωμένοι.

Πεζεύει ἀπ’ τ’ ἅρμα του ὁ Σαργών, μὲ χάρι ληοντοπάτει,
πετᾷ χαμαὶ τὸ κράνος του, κυλᾷ στὸν ἄμμο ταίρι,
καὶ χαμηλώνει τὸ σπαθὶ πό ’χε θωριὰ φλογάτη, 
παίζει μὲ τὴν γενειάδα του τὸ λεύτερό του χέρι.

«Γαῦροι οἱ πύργοι ὀρθώνονται, φλάμμουλα κυματίζουν,
γιορτάσι τοῦ λαοῦ ἀγροικῶ, τραγούδια ποὺ θριαμβεύω,
μὰ ἐμὲ μιὰ μοῖρα πυρπολεῖ κι’ οἱ νῖκες μου μαυρίζουν,
στῆς γῆς τὰ φῦλα ἀφανισμὸ κι’ ὄλεθρο προμαντεύω.

Ἰδοὺ πόλεις κρημνίζονται καὶ ἅρματα σκουριάζουν,
νέφος ἀλλόκοτο ἔχω μπρὸς μὰ οἱ ὀφθαλμοὶ ξεκρίνουν,
ὅλα τὰ βασιλόπρεπα εἰς χοῦν, φεῦ, ξεθωριάζουν,
τῆς Νινευὶ οἱ καστρόπορτες κι’ αὐτὲς σκόνη θὰ μείνουν».  

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Nostalgia



















Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Κάθ’ ἔτος, στὴν νοσταλγικὴ τοῦ φθινοπώρου λάμψι,
φτεροδιαβαίνουν τὰ πουλιὰ τὴν ὠκεάνεια ἐρμιά,
κρώζοντας, τιτιβίζοντας μὲ βιάση χαροποιά,
νὰ βροῦν μιὰ γῆ ποὺ οἱ μέσαθε θύμησες ἔχουν γράψει.

Μεγάλοι κῆποι σκαλωτοὶ μὲ τ’ ἄνθη τὰ ζωηρά τους,
καὶ μάνγκο πεντανόστιμα σ’ ἀράδες νὰ μεστώνουν,
κι’ ἄλση ναῶν ποὺ οἱ κλῶνοι τους πλέκονται κι’ ἁψιδώνουν
στράτες σκιερές – τοῦτα θωροῦν στὰ θολερὰ ὄνειρά τους. 

Σημάδια τῆς παληᾶς ἀκτῆς στὰ πέλαγα γυρεύουν –
τὴν πόλι τὴν ἀγέρωχη, λευκὴ καὶ πυργωτή –
μὰ ὅλο νερένιαν ἔκτασι ξανοίγουν ἀδειανή,
κι’ ἔτσι γιὰ ἀκόμη μιὰ φορὰ στρέφονται κι’ ἀλαργεύουν.

Ὅμως στὰ βένθη π’ ἀποικοῦν πλήθη ἀνεγνώρων κοραλλιῶν,
οἱ ἀρχαῖοι πύργοι νοσταλγοῦν τ’ ἄληστον ᾆσμα τῶν πουλιῶν.