Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Παγανιστικὸν


Παγανιστικὸν

ρκγ΄

λιε, σν ρματοδρομς κα ορανοδιαβαίνς,
τὰ μύρια κροδαχτύλια σου, τ’ χνομαλαμματένια,
λον τν κόσμο ζωγραφον, μ’ λον τν κόσμο παίζουν.
Παίζουν μὲ τς δεντροκορφές, τ μυρωδτα δάση,
μὲ τ γαλάζιο πέλαγο, τν ζαχαρένιαν ἄμμον,
μὲ τν νθρώπω τ χωρι κα μ τ’ γριοτόπια.
Ληόδεντρα ἀργυροπράσινα κι’ λιοχρουσολουσμένα,
μπέλια χτιδοδιάφανα κα φωτοχαϊδεμμένα,
πλάτη, ἀχυρόξανθοι γροί, περβόλια, λοφοκάμποι,
κῆποι, μελισσολείβαδα κα λόχμες κα ρμάνια·
κι’ ἀκέρηα ἡ γ, χρυσς μπαξές, κάμνεις, λιε, κα λάμπει.

Νοτιά, σὰν πνές, σν φυσς τν λαγαρ ναπνοιά σου,
τρώγεις τοῦ κόσμου τν σκουρι κι’ κόσμος ναθάλλει·
καὶ κουβαλες ’π’ τ’ νάλλαγα τ ξωτικοβασίλεια
γεραγιδίστικες λαλιές, δροσονεραϊδογέλια,
γλεντιῶν τ’ χολογήματα, χορν σκοπος κα σκάρους.
Μὲ τί λαχτάρα ο ψυχς τ χάδι σου δράχνουν,
στρώνουν σοφράδες στὲς αλς κα τάβλες στ μπαλκόνια,
νὰ κοινωνήσουν μ πιοτά, ν μεταλάβουν λόγια,
νὰ τς φυσήξς ορια, ν νειραρμενίσουν,
νὰ ξαγναντέψουν τς στερηὲς τς γιας τους πατρίδας.
Χαῖρε! λήθεια το Πανς κάμνεις, Νοτιά, κα λάμπει.

Νύχτα, σὰν ρματοδρομς κα ορανοδιαβαίνς,
δύεις τοῦ βασιλη τ φς, μυριάδων νατέλλεις,
γκρεμᾷς τ κάστρη τν μορφν, τ τείχη τν πραγμάτων,
κι’ ὅλα στν κόσμον σμείγει τα, τ μελαν μαντύ σου.
Κι’ ὅποιος στ σώψυχα δεχτ τν μυστικν αδήν σου,
τραβᾷ π’ τ μάταια τν ματι κι’ ες τ’ στρη τν σηκώνει.
νώπιο σου ψέμμα δν ζ κι’ πάτη δν βαστιέται.
Κι’ ὅποιος στ μάγια σου πιστε, τν ρισμόν σου ἀρνιέται,
σ’ ἄβυσσον γεωμέτρητην λυσωμένον σρε,
νὰ σκιοπατ στν Τάρταρον, γαλήνη μν ξανάβρ.
λυμπος μς στς καρδις κάμνεις, Νύχτα, κα λάμπει.

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Ὁ κύων τοῦ μίσους

κύων το μίσους

ρκβ΄

Στὴ ογαν, καταντίπερην, σν σαματς βροντάει,
σάμπως κλέφτες νὰ κλέφτουσιν; Κακοργοι κακουργοσιν;
Γέρθην καὶ κρυφαγνάντεψα ’π’ τ πάνω πανωθύριν.
Μήτε κλέφτες καὶ κλέφτουσιν, κακοργοι κακουργοσιν,
μὸν νι γέρων κουρελλς πο ταραχν σκώνει,
μὲς στν σωρ ψαχούλευεν, βρωμις νακατώνει,
πράγματα χρείας διάλεγεν στὸ παίθριον τ ρμάριν.
Οἱ παρωρτες φαίνονται, στ σκότη ποτραβιέται,
κις ες τ σκότη προσπερνον, δειλ δειλ θωριέται.
Κάμω νὰ δ ν ξεύρω τον, κάλλιον νὰ μν ξεύρω.
Νὰ κοιμηθ ξανάπεσα, γαλήνη δν ζυγώνει,
σάστισα, ἐβρυκολάκιασα κι’ ώρων τ ταβάνι,
κι’ ἤλεγα λειανοτράγουδον γι ν μ νανουρίσ:
«Μῖσος, μοβόρικο σκυλί, δάγκωνε τὴν καρδιά μου,
κομμάτιαζέ την, σκίζε την, νὰ μν τος λησμονάῃ,
κις ξημερώσ γδικιωμός, πάνω τους σ μολνάει».