Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Μαντινάδα

Μαντινάδα

ρλε΄

Κύκλοι τοῦ κόσμου κλείνετε κι’ σα γεννιονται λειώνουν,
μ’ μές στο αώνιου τος χορος κέρηα ξεφαντώνουν.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Πριάπειον


Πριάπειον

ρλδ΄

Κυρά, τοῦ νείρου μου κυρά, φε, καρδιά σου
κάστρο ἀδιαγούμιστον π δονς βαστιέται.
Μ’ ἥσκιους, γητειές, ν μέν θώρητ’ λικιά σου
πῶς ν κυριεύεται κα πς τειχοπατιέται.
Τοὺς σκιους λσε, βγς στος πύργους, αθεντιά σου
ς περιτρέξ, λόγυμνη, τος προμαχνες·
λιόγερμ’ Αὐγούστου ργυρωμένο μμορφιά σου,
ν’ ἀσκώσ ντρεις κα ν’ λαλάξουν ο στρατνες.

Κι’ ἰδού, στ τείχη σου τσαντίρωσα μπρός, δός μοι
γῆ στέρηα λπίδος ν πατ, ν σ γυρίσω
μὲ πόθου ζσι, κρις π’ νήλεα κερατώνει.
Κι’ ὅντες χαμα τ πυργοθύρια σου, χ, βροντήσω,
παῖξε ες τ θέατρον το νο, το νο φηγήσου
τὸ πς κουρσεύω, μήν, τ κάθυγρο καστρί σου.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Πύδνα


Πύδνα

ρλγ΄

Δυὸ νης Μακεδονίτισσες, δυ νηόπανδρες κυράδες,
τοὺς σκοτωμένους περπατον, τος σκοτωμένους βλέπουν.
Κι’ ἦρθεν λιος κι’ δυσεν μς στν χρυσ πορφύρα,
κι’ ἐβούλισαν ο χτδες του στν Μακεδνν τ γαμα.
Κι’ εἶπεν πρώτη δίχως το λλη ν’ γροικήσ:
«Τὰ πορφυρ λιογέρματα βάφουν χρυσ τ κμα,
μάτωσες ἄστρο Μακεδν κι’ χρύσωσες τν Πύδνα».
Κι’ εἶπεν λλη δίχως το πρώτη ν’ γροικήσ:
«Σὰν γέρν λιος πορφυρς χρυσώνεται τ κμα,
δυσες στρο Μακεδν
κι’ οἱ αμάτινες χτδες σου χρυσόσταξαν τὴν Πύδνα».
Κι’ ἦτον, Περδίκκα, τ’ στρο σου πού ’χε μοιργιολογήσει!

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Ξωθιὰ ἦτον ἡ ἀγάπη σου


Ξωθιὰ τον γάπη σου

ρλβ΄

Ξωθιὰ τον γάπη σου κα δάσος ψυχή μου
κι’ εἶχε τ δάσος σπιτικ κι’ λόγυμνη ζοσε.
Στὰ σπήληα του τραγούδαγε, στς λίμνες του λουζότουν,
στὰ ξέφωτά του χόρευε κι’ ες τ δεντρ κοιμότουν.
Καὶ μιν μέρ’ λάργεψε, τὸ δάσος ρημώθη,
κι’ ἐστράφ’ ες γριοσκότεινο κι’ νήλιαγον ρμάνι.
Λόγος γροικήθη, στοίχειωσε κι’ ἔνι κατηραμένον,
κι’ οἱ νεράϊδες σκιάζονται, ξωθις δν τ ζυγώνουν.
ντός του φίδι αξαίνεται, δράκος κρυφοθεργιεύει,
πο τ θρέφει πόνος μου κι’ πίκρα τὸ τρανεύει.

Τὸ τραγούδιν τοῦ ληστευμένου


Τὸ τραγούδιν το ληστευμένου

ρλα΄

Χρυσ αγ χάραξε, καλοκαιριο μέρα,
κι γεωργς κίνησε τ κτμα του ν ρίσ,
νὰ ργώσ γρος νόργωτους κι’ λλους γρος ν’ ρδέψ,
κιλλους ν σπείρ νη σπορι κι’ λλους χερι ν κόψ.
Τὸ καμιονάκι του ὁδηγε, τ καμιονάκι πάει,
τὸ καμιονάκι του φτασε στ ποστατικό του,
μ δν τ γνώρισε κι’ νέγνωρον μοιάζει.
Κρεμιοῦνται τ παράθυρα, τ σιδεροντυμένα,
κόπ’ τσαλοκλειδαρι κι’ πόρτα του σωριάστη,
κι φράχτης, πού ’φραζεν ρθός, τώρα στὴ γς ξαπλώνει.
Τρέχει ἀπ’ δ, φέρνει π’ κε, γυρεύει, μελετάει,
τὰ κλεψαν λογάριαζε, τ λείπεται μετράει,
μὲ τ «χ» κα μ τ «μο» καλε κι’ λον τ μαρτυράει.
Πᾶνε τ ργαλεα του, τ ξντα τ’ λογά του,
τὰ φόδια του, τ σπόρια του, τ χαλκωματικό του.
Κι’ οἱ ξένοι πού ’χε μισταρκος κι’ σαν στ δούλεψί του,
πο τος καλοτάγιζε κα καλοπλήρωνέ τους,
πού ’χε κατώφλι νὰ περνον, κλινάρια ν κοιμονται,
κις ψυχογυιος καμάρωνε κι’ ς φίλους τος τίμα,
φαντοι γινήκασιν, ς φαντο τ βιός του.
Ζαλίστη κιντραλίζεται, λιγοθυμ ν πέσ,
μ’ λαχε κι’ κάθισε σ μι παληοκασσόνα.
νοιξε τ σακούλιν του κα βγάζει π’ τν καπνό του,
πιάνει καὶ στρίβει τ χαρτ κι’ τρέμαν του τ χέρια,
καὶ τ τσιγάρον ναψε κα τ τσιγάρον καίγει,
καὶ τ τσιγάρο ἐῤῥούφηξε, νὰ φτάσ στν ψυχή του,
νὰ πνίξ τν χαριστι κα ν τν ξεφυσήξ.
Κιπείτις ρα κάπνιζε κι’ ρα σκυβε στ χμα,
τὸ σάπιο ξύλο λύγισε κι’ σπασεν κασσόνα,
κιπως ερέθη νάσκελα κατ τν λιο στράφη,
κι’ εἶδε τ φς του τ χρυσό, λίγον παρηγορήθη
καὶ λίγον χαμογέλασε


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Γιὰ σπολλάτη


Γιὰ σπολλάτη

ρλ΄

Βασίλη πού ’σουν φύλακας κι’ ἐτήραγες τς άγες,
καὶ χάνοσουν πν στ βουνά, κάτω π’ τ κατρακύλια,
νὰ δς πέτρες κι’ ν γκρέμισαν κα βράχοι κι’ ν κυλσαν,
κιρες γύρνας στ’ γρια, δίχως ν επς νθρώπου,
κι οὔτε πο βρέθης χαμνός, φάνης λιθοστερέμνιος,
κι’ ἐβίγλιζες γι τ κακ κα τν κακι τν ρα.
Καὶ γι σπολλάτη λάβαινες π’ τν καλ τν ρα
κι’ ἤφερνες μς στ μαγερειό, στς μάννας σου τ χέρια,
λαγοὺς φαρδιος τετράπαχους, λαγος τραινοκομμένους,
στυφάδα πεντανόστιμα, νὰ τρς τ δάχτυλά σου!

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Πατρίς, θεοί, ἑστία



ρκθ΄

Πατρίς, θεοί, ἑστία

Τῇ φιλτάτῃ μητρὶ

Γλυκὺς ἔνι ὁ θάνατος κι ὁ πηγαιμὸς εἰς Ἅδην,
γλυκὰ τὰ δόντια τῶν Κηρῶν, τὸ πέραμα τοῦ Χάρου,
γλυκύς, μητέρα, ὁ πεθαμός, γλυκὺς κι ὁ ἄγριος φόνος.
Γλυκὺς ὁ κρότος τοῦ ἀτσαλιοῦ, τῶν σκουταριῶν ὁ βρόντος,
γλυκειὰ τοῦ ὀχτροῦ μου ἡ μάχαιρα, τὸ ξίφος τοῦ δοράτου,
καὶ τὸ μυτάριν τ’ ἀκοντιοῦ, τὰ νύχια τῆς σαγίτας,
τῶν μαύρων ὁ χλιμιντρισμὸς κι ὁ ὄχλος τῶν φουσσάτων.
Γλυκὺ καὶ τὸ ὀρδίνιασμα, τὸ ἔμπα τῶν ἀλλάγιων,
τὰ βούκινα κ’ οἱ σάλπιγγες, παραγγελιὲς καὶ διάτες,
τὸ βάλσιμον εἰς ἄρματα, δειλὰ σὰν λυκαυγίσει.
Ὅλα τοῦ Ἄρεως τὰ φριχτά, γλυκὰ θέλει φανοῦσιν
σ’ ἐτοῦτα σὰν δωρίσω την, τὴν ὑστερνὴ ἀναπνοιά μου.

Τὸ πρῶτον στὴν πατρίδα μου, τὴν ἅγια μου πατρίδα·
εἰς ὅσα ἡ φύσις ἔπλασεν κ’ ἐσμίλεψεν κι ἀργάστη
κι ἀνάστησεν κ’ ἐβλέπισεν κ’ ἐφύλαξεν καὶ γνοιάστη,
ὄντας ἡ ἀγήτρα τῶν θνητῶν καὶ τῆς ζωῆς τὸ κάστρον,
μὲ ἀλάθευτους τοὺς λογισμοὺς καὶ μὲ πιδέξιον χέρι.
Κ’ εἰς ὅλα ὅσα τὸ γένος μου ἐποίησεν κι ἀργάστη,
μὲ τῶν χεριῶν τὴν μπόρεση, μὲ τῆς καρδιᾶς τὴν φλόγα,
μὲ τὸν ἱδρώτα τῶν κορμιῶν, τὸν μόχτο τῶν πνευμάτων,
καὶ κυνηγὸς τῆς ἐμορφιᾶς ἀπ’ τοὺς λαοὺς γνωρίστη.

Τὸ δεύτερον εἰς τοὺς θεούς, τῶν οὐρανῶν τὰ γένη.
Πῶς ὁ παντέρμος ναυαγός, ὁ θαλασσοδαρμένος,
μὲς στὴν κρασάτη θάλασσα, χαμένος, ἀρμενίζει,
πότε γιὰ ὀλίγον χαίρεται, ὀκάτι σὰν ψαρεύει,
ἢ ἄμποτες μ’ ὕδωρ βρόχινον ἡ ἁψιά του δίψα σβήνει,
ἢ ὅταν οὔριος ὁ ἄνεμος φουσκώνει τὸ πανί του·
καὶ πότε κλαίει μισότρελος, ζητεῖ τὸ ν’ ἀποθάνει,
τσακίζονται τὰ μέλη του κι ὁ νοῦς του καταλυέται,
σάν, ἄπαυτα μερονυχτίς, τὲς θύελλες παλεύει,
ἢ σὰν τὴν βάρκαν ζώνουσιν ἀνθρωποφάγα ὀψάρια,
καὶ τότες ἔνι ὁποὺ τ’ ἀρκεῖ μιὰ θύμησις μονάχα,
τὸ σπίτι κ’ ἡ συμβία του, τ’ ἀγαπημένα τέκνα,
οἱ φίλοι κ’ οἱ γονέοι του καὶ τῆς στεριᾶς οἱ σκέψες,
κ’ εὐθὺς ὁ νοῦς γιατρεύεται, τὰ μέλη ξανανιώνουν,
καὶ τὴν καρδιὰ ποὺ ἐκιότεψεν, ζέστη γλυκειὰ ἀντρειώνει,
καὶ νηὰ ἐλπίδα τὸν κεντᾶ, λύσσα ζωῆς γιομώνει;
Ὅμοια ἡ ψυχὴ σὰν ναυαγεῖ στὸν πήλινο τὸν πόντο
καὶ ἀρμενίζει στὰ τυφλὰ καὶ αὐτολησμονιέται,
πότε γιὰ ὀλίγον χαίρεται, ὀκάτι σὰν κερδαίνει,
ἢ ὅταν τῆς τύχης οἱ πνοὲς φουσκώνουν τὸ πανί της,
καὶ πότε ἀποκαρδιώνεται, μωραίνεται, κιοτεύει
καὶ τὸν ἀγών’ ἀπαρατᾶ, ζητεῖ το νὰ βουλίσει,
κύματα οἱ πίκρες ὡς χτυποῦν, σπιλιάδες οἱ τυράγνιες,
καὶ τῆς ζωῆς τὰ βάσανα, βουλιάχτρες, σὰν τὴν πνίγουν.
Καὶ τότες ἔνι ὁποὺ ἀρκεῖ μιὰ θύμησις μονάχα,
τῶν ἀθανάτω ἡ δύναμις, τῶν ἀθανάτω ἡ δόξα,
πὼς εἶναι, πὼς εὑρίσκονται καὶ πὼς αἰώνια θάλλουν,
κ’ εὐθὺς νηὰ ἐλπίδα τὴν κεντᾶ, ζωὴν ξαναγιομώνει,
τὰ σπαθισμένα της φτερὰ νηὸς ἔρως τ’ ἀντρειώνει,
καὶ τὸ κορμί της γῆν πατεῖ, μ’ αὐτὴ ξανοίγει τ’ ἄστρο.
Κι ἄλλο ἔρμη δὲν πορεύεται, τυφλὴ δὲν ταξιδεύει
στῆς ἀθεΐας τὸν βοριᾶ, στῆς ἀθεΐας τὸν πάγο,
στῆς ἀθεΐας τὸν χέρσο ἀγρό, τὸν νεκρωμένον κάμπο.
Ὅτι τὸ ἄστρο τῶν θεῶν, ἥλιος εἶν τῶν ἀνθρώπων,
κ’ οἱ ἀχτίδες των ἐλπίδα μας καὶ ἡ θωριά των φῶς μας.

Τὸ τρίτον ἡ ἑστία μας, τὸ σεβαστό μας σπίτι
καὶ ἡ φωτιὰ καταμεσὶς ποὺ ὁλόγυρα φωτίζει,
καὶ φέγγει μας τὰ πρόσωπα, φέγγει κ’ εἰς τὲς καρδιές μας.
Μὰ κ’ ἡ φωτιὰ στὴν τέλειωσι τῆς στράτας ποὺ φωτίζει,
καὶ γύροθεν καθούμενοι νὰ σμείξουμε ἀνιμένουν
ὅσοι ἔζησαν κ’ οἱ τωρεσνοὶ κι ὅσοι νὰ γεννηθοῦσιν,
κι ὅσοι ὁμοῦ πετάξαμεν μὲς στῶν ψυχῶν τὰ σμάρια,
κι ὅσοι ὁμοῦ ἀράξαμεν στῶν κόσμων τοὺς λιμνιῶνες,
κι ἀπὸ τὸ γαῖμα τὸ θνητὸν θεῖος δεσμὸς ἐδέθη.
Πλέον, μητέρα, δὲν θὰ εἰπῶ, καλύτερον τὰ ἠξεύρεις,
ἔστοντας δέσποινα, κυρά, τοῦ οἴκου κυβερνήτρα.

Ταχιά, μητέρα, σὰν γερθῶ νὰ βγῶ νὰ πολεμήσω
τὸ σκοτεινὸ τὸ Ἰμπέριο, τὲς μαῦρες λεγεῶνες,
ὅλα τοῦ Ἄρεως τὰ φριχτά, γλυκὰ θέλει φανοῦσιν.
Τὸ βάλσιμον εἰς ἄρματα, δειλὰ σὰν λυκαυγίσει,
τὰ βούκινα κ’ οἱ σάλπιγγες, παραγγελιὲς καὶ διάτες.
Γλυκὺ καὶ τὸ ὀρδίνιασμα, τὸ ἔμπα τῶν ἀλλάγιων,
τῶν μαύρων ὁ χλιμιντρισμὸς κι ὁ ὄχλος τῶν φουσσάτων,
καὶ τὸ μυτάριν τ’ ἀκοντιοῦ, τὰ νύχια τῆς σαγίτας.
Γλυκειὰ τοῦ ὀχτροῦ μου ἡ μάχαιρα, τὸ ξίφος τοῦ δοράτου,
γλυκὺς ὁ κρότος τοῦ ἀτσαλιοῦ, τῶν σκουταριῶν ὁ βρόντος.
Γλυκύς, μητέρα, ὁ πεθαμός, γλυκὺς κι ὁ ἄγριος φόνος,
γλυκὰ τὰ δόντια τῶν Κηρῶν, τὸ πέραμα τοῦ Χάρου.
Γλυκὺς ἔνι ὁ θάνατος κι ὁ πηγαιμὸς εἰς Ἅδην.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Ψῆφος καὶ γνώμη


Ψῆφος κα γνώμη

ρκζ΄

Τὴν ψφον μο δωκες, Ξουσιά, κι’ πρες μου τν γνώμην,
αὐτεξουσίως κυβερνητν τς γνμες ν ψηφίζω.
Μὰ οδες τν γνώμην μου ψηφ κι’ ψήφιστα μ παίρνουν,
θεν ψηφίζω ο γνμες μου, ξουσιές, ν κυβερνον σε.

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Ἡ δόξα τῶν ἄστρων


δόξα τν στρων
(Τὸ τραγούδι τς Λιραζλ)

ρκϚ΄

Στν Φωτειν Γ.

π’ τν νάλλαγη ἐμμορφι ποθοσα ν’ λαργέψω,
στὸν θάνατο ν κατεβ, στς ρες ν βαδίσω,
δέντρη χρυσᾶ, δέντρη γυμνά, μ’ ἀνθος δεντρ ν παίξω,
κι’ ἔτσι, ξωθιά, ηγόπουλον στερξα ν’ γαπήσω.

Μοιάζουν τὰ κάλλη δ μ’ κε μ φαίνονται κι’ νόμοια,
φόβον μ’ ἐλπίδα δένουνε, κερνον χαρ μ θλψι,
κι,τι λατρεύτη θ παυτ κι’ ,τι νθισε θ λείψ,
πλέουν οἱ ρμάδες τν ψυχν μ δίχως φτα αώνια.

Μὰ ὅντες ντάρα το λιο καταλυθ τ δείλι
κι θέρας στ κρουστόφαντο, γυμνώνεται, σκοτάδι,
πῶς γλυκοφραίνεσαι ἀμμαθι σ δς στ οράνιο μίλι
τ’ ἀστεροφλογοκέντητο νυχτεριν καβάδι!

νάξιοι σες θεο τς γς κι’ νάξια προσκυνον σας,
γύφτοι, ῥηγαίους καμώνεστε, τρῶγλες, παινιέστε κάστρη·
λιοι θνητο πο σβήνετε μ τος θνητος πιστούς σας,
μὰ γώ ’μαι μάραντη ξωθι κα προσκυνάω τ’ στρη.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Ἡ πειὸ βαθειὰ εὐγένεια


πει βαθει εγένεια

ρκε΄

Κατὰ τν στερν καιρν ννολα γιαγιά μου
τὸ φς της χαμήλωσεν κι’ λο θαμπ θωροσεν.
Κις μπρός της στεκόμασταν γ ξάδελφός μου,
τὸ γγόνι της μελέταγεν, τ χέρι σκιοβαστοσεν.
Κι’ ἤλεγε «Σ εσαι Σσσ…», ντρεπόταν νὰ λαθέψ,
σ’ ἔδινε χρόνο ν τ επς, γύρευε ν μαντέψ.

λλενοι τς νατολς, γενηά μου «φανισμένη»,
ποὺ «λληνισμς» σπάθισαν στ ξύλο ο σταυρωτές σας,
(καμμιὰ φορ στν πνο της κραύγαζε λαφιασμένη)
κιδωνις «ερεθήκατε» κι’ εδαν φς ο ζωές σας.
Πληθυντικοὺς δν λέγατε, φερσίματα μελένια,
μὰ κόλασις σς ντυσε τν πει βαθειν εγένεια.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Παγανιστικὸν


Παγανιστικὸν

ρκγ΄

λιε, σν ρματοδρομς κα ορανοδιαβαίνς,
τὰ μύρια κροδαχτύλια σου, τ’ χνομαλαμματένια,
λον τν κόσμο ζωγραφον, μ’ λον τν κόσμο παίζουν.
Παίζουν μὲ τς δεντροκορφές, τ μυρωδτα δάση,
μὲ τ γαλάζιο πέλαγο, τν ζαχαρένιαν ἄμμον,
μὲ τν νθρώπω τ χωρι κα μ τ’ γριοτόπια.
Ληόδεντρα ἀργυροπράσινα κι’ λιοχρουσολουσμένα,
μπέλια χτιδοδιάφανα κα φωτοχαϊδεμμένα,
πλάτη, ἀχυρόξανθοι γροί, περβόλια, λοφοκάμποι,
κῆποι, μελισσολείβαδα κα λόχμες κα ρμάνια·
κι’ ἀκέρηα ἡ γ, χρυσς μπαξές, κάμνεις, λιε, κα λάμπει.

Νοτιά, σὰν πνές, σν φυσς τν λαγαρ ναπνοιά σου,
τρώγεις τοῦ κόσμου τν σκουρι κι’ κόσμος ναθάλλει·
καὶ κουβαλες ’π’ τ’ νάλλαγα τ ξωτικοβασίλεια
γεραγιδίστικες λαλιές, δροσονεραϊδογέλια,
γλεντιῶν τ’ χολογήματα, χορν σκοπος κα σκάρους.
Μὲ τί λαχτάρα ο ψυχς τ χάδι σου δράχνουν,
στρώνουν σοφράδες στὲς αλς κα τάβλες στ μπαλκόνια,
νὰ κοινωνήσουν μ πιοτά, ν μεταλάβουν λόγια,
νὰ τς φυσήξς ορια, ν νειραρμενίσουν,
νὰ ξαγναντέψουν τς στερηὲς τς γιας τους πατρίδας.
Χαῖρε! λήθεια το Πανς κάμνεις, Νοτιά, κα λάμπει.

Νύχτα, σὰν ρματοδρομς κα ορανοδιαβαίνς,
δύεις τοῦ βασιλη τ φς, μυριάδων νατέλλεις,
γκρεμᾷς τ κάστρη τν μορφν, τ τείχη τν πραγμάτων,
κι’ ὅλα στν κόσμον σμείγει τα, τ μελαν μαντύ σου.
Κι’ ὅποιος στ σώψυχα δεχτ τν μυστικν αδήν σου,
τραβᾷ π’ τ μάταια τν ματι κι’ ες τ’ στρη τν σηκώνει.
νώπιο σου ψέμμα δν ζ κι’ πάτη δν βαστιέται.
Κι’ ὅποιος στ μάγια σου πιστε, τν ρισμόν σου ἀρνιέται,
σ’ ἄβυσσον γεωμέτρητην λυσωμένον σρε,
νὰ σκιοπατ στν Τάρταρον, γαλήνη μν ξανάβρ.
λυμπος μς στς καρδις κάμνεις, Νύχτα, κα λάμπει.

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Ὁ κύων τοῦ μίσους

κύων το μίσους

ρκβ΄

Στὴ ογαν, καταντίπερην, σν σαματς βροντάει,
σάμπως κλέφτες νὰ κλέφτουσιν; Κακοργοι κακουργοσιν;
Γέρθην καὶ κρυφαγνάντεψα ’π’ τ πάνω πανωθύριν.
Μήτε κλέφτες καὶ κλέφτουσιν, κακοργοι κακουργοσιν,
μὸν νι γέρων κουρελλς πο ταραχν σκώνει,
μὲς στν σωρ ψαχούλευεν, βρωμις νακατώνει,
πράγματα χρείας διάλεγεν στὸ παίθριον τ ρμάριν.
Οἱ παρωρτες φαίνονται, στ σκότη ποτραβιέται,
κις ες τ σκότη προσπερνον, δειλ δειλ θωριέται.
Κάμω νὰ δ ν ξεύρω τον, κάλλιον νὰ μν ξεύρω.
Νὰ κοιμηθ ξανάπεσα, γαλήνη δν ζυγώνει,
σάστισα, ἐβρυκολάκιασα κι’ ώρων τ ταβάνι,
κι’ ἤλεγα λειανοτράγουδον γι ν μ νανουρίσ:
«Μῖσος, μοβόρικο σκυλί, δάγκωνε τὴν καρδιά μου,
κομμάτιαζέ την, σκίζε την, νὰ μν τος λησμονάῃ,
κις ξημερώσ γδικιωμός, πάνω τους σ μολνάει».

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Παρατηρητὴς

Παρατηρητὴς

ρκα΄

Τὸν χρόνο τόπο διάλεξα, τος στοχασμος γι χρόνο,
μετὰ τν στοχασμν γερν κα στέκομαι ες τν χρόνο.
Καὶ διάγω ες τ μελλούμενα κα τ παλη μαντεύω,
τὰ τωρεσν λο νοσταλγ, τος κύκλους προφητεύω.
Μπρὸς στ’ ὁλοφάνερον τυφλός, στν σκιο ητς κοιτάζω,
στὸ θαμα πονηρεύομαι κα τ κοιν θαυμάζω.
Κουφὸς στ περιλάλητα, μ τ βουβ γροικάω,
κις τ λαλεν ρχεύουσιν, γ τ σιωπν τιμάω.
λιον γυρεύουν ο πολλοί, σκάβω στ γς λαγούμια,
πελάγου ἁπλάδα πεθυμον, δρομ ες τ κορφοβούνια.
Γλυκὺν παινεαν τ κρασί; Γευόμην ξινισμένο,
δασκάλεψές με, μάννα μου,πὸ ξένα ν μν παίρνω.