Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Ὁ γυρισμὸς τοῦ Τυρσανοῦ



Ὁ γυρισμὸς τοῦ Τυρσανοῦ

ρζ΄

Ὥρισ’ ἡ νύχτα ἡ δέσποινα κι’ ἡ πόλι μας στολίστη
μὲ μπόλιαν ἀστροκέντητη, μ’ ὁλόμαυρον καβάδι.
Κι’ ὁ ὕπνος γλυκοχύθηκεν, τὰ μάτια ἐσφάλισέν τα,
γιὰ ν’ ἀλαφρώσουν οἱ καρδιὲς καὶ τὰ κορμιὰ νὰ γιάνουν.
Κι’ Ὄνειρε, πόρτες ἄνοιξες, γιοφύρια κατεβάζεις,
νὰ ξαμολήσῃς τ’ ἄτια σου, τὰ φτερωτά σου ἁμάξια,
οἱ ποὺ κοιμοῦνται ν’ ἀναβοῦν, νὰ ὀνειροταξειδέψουν.
Κι’ ὁ μάγος Ἀρσιγώνιος, τοῦ βασιληᾶ ὁ μάντης,
νύχτες πλαγιάζει δεκοχτὼ κι’ ὄνειρο τὸν στοιχειώνει,
κι’ ἐμίσησε τὴν κλίνην του, νὰ κοιμηθῇ τ’ ἀρνιέται.
Πάνω ἀπ’ τὴν Βάταρ Τίεσσαρ, τὴν δασοβαλτωμένη,
κεῖ ποὺ τὸ πέλαγο φιλεῖ τῶν δράκων τὰ περγιάλια,
κι’ εἶναι πυργοχαλάσματα κι’ ἀνήλιαγα κελλάρια,
ὡσὰν ἀητὸς γυροπετᾷ, σὰν γέρακας πλανιέται,
κακὰ ὑπνοφαντάζεται καὶ μούσκεμμα πετιέται.
Κι’ ἕνα τοῦ θέρους λιόγερμα, χρυσοφλογᾶτο δείλι,
στοῦ Τυρσανοῦ τ’ ἀρχοντικὸν ἔστειλ’ ἀποκρισάρην,
σὰν πρωτοφέξῃ νὰ φανῇ, νὰ τοῦ κρυφομιλήσῃ.
Κι’ ἡ αὐγοῦλαν ὡς πρωτόφεξε τὸν Λούβιον ἀνταμώνει,
σ’ ἐλαίαγνους καὶ κλαίουσες, σὲ κήπους μαρμαρένιους,
πατρίδα νὰ μοιργιολογᾷ, γιὰ τὴν ξοριὰ νὰ κλαίγῃ.
«Καλῶς τὸν Ἀρσιγώνιο, τὸν παινεμένον μάγο,
ποὺ ὁ βασιλεὺς μπιστεύεται κι’ οἱ μάγοι τὸν φθονοῦσιν,
καὶ τὰ μελλούμενα θωρεῖ, ὡς ἄλλος δὲν δυνήθη».
«Κακῶς σ’ εὑρῆκα, Τυρσανέ, κι’ ὥρα κακιὰ ζυγώνει,
νύχτες πλαγιάζω δεκοχτὼ κι’ ὄνειρο μὲ στοιχειώνει,
κι’ ἐμίσησα τὴν κλίνην μου, νὰ κοιμηθῶ τ’ ἀρνιέμαι».
«Ποιός τρόμος ἀψηλάφητος κι’ ἥσκιος ὀνειρεμμένος,
ἐτρόμαξεν τοὺς ξυπνητούς, σκιάζει τοὺς σαρκωμένους;»
Κι’ ὁ μάγος τότ’ ἐκάθισεν, τὸ γένι του χαϊδεύει,
καὶ δείχνει πέρα τὸ ῥαβδὶν καὶ βάλθη νὰ τοῦ λέγῃ:
«Στὴ νῆσον Βάταρ Τίεσσαρ, τὴν δασοβαλτωμένη,
κεῖ ποὺ τὸ πέλαγο φιλεῖ τῶν δράκων τὰ περγιάλια,
μὲς στὰ πυργοχαλάσματα, στ’ ἀνήλιαγα κελλάρια,
εἶδα Χαλδαίαν μάγισσα κι’ ἔῤῥιχνε στὸ τσουκάλι
γητειές, φεγγαροβότανα, πολλῶ λογιῶ φαρμάκια.
Τοῦ μονοκέρου κέρατον, τοῦ βασιλίσκου ἀνάσα,
ἀπὸ ἀχάτη γρύπ’ αὐγόν, τοῦ φοίνικα τραγούδι,
νεράϊδας ποθοφλόγιστης τὸ κρουσταλλένιο δάκρυ.
Ὁλημερὶς τὰ ἔδενεν, τὴν νύχτα τ’ ἀστρονόμα,
ξόρκια κι’ ἀνακαλέματα μὲ τὴν αὐγοῦλα ψάλλει.
Τὰ καστροτείχια βούλεται τῆς γῆς νὰ καταλύσῃ,
σμάρια δαιμόνους σκοτεροὺς ’π’ ἀντίπερα νὰ σύρῃ,
κι’ ὡς τὴ μερὰν βουρκώσουσι κι’ ὡς πνίξουν τὸν ἀγέραν,
τοῦ κόσμου τὴν παράπορτα στὸν μαῦρ’ ὀχτρὸ νὰ δώσῃ.
Κι’ εἶδα τὸν ἥλιο ἐμαύρισεν, τὸ πέλαο γαιματώθη,
ἐσβῆσαν τ’ ἄστρη τῆς νυχτιᾶς, τὰ ὄρη ἐπροσκυνῆσαν,
δέντρη κι’ ἀνθοὶ μαράζωσαν, στερέψαν τὰ ποτάμια,
μήτε πετούμενον περνᾷ, μήτε κι’ ἀγρίμιν σώθη.
Κι’ εἶδα τοὺς κάμπους μνήματα καὶ τὰ βουνὰ κιβούρια,
ῥημάδια κι’ ἀγκαθότοπους τὰ μέρη τῶν ἀνθρώπων.
Δυὸ χρόνους εἶναι ὁ πηγαιμός, εἰς τὸ νησὶ νὰ φτάσῃς,
κι’ ἀπ’ τ’ ἀτσαλένιο σου σπαθὶ τὴν γραῖα νὰ περάσῃς».
Κι’ ὣς χρόνοι δυὸ ἐκύλησαν, δυὸ ἀποπάνω ἐφύγαν,
μιὰ νύχτα τὸ ξημέρωμα, νύχτα τὸ καλοκαίρι,
καβαλλαραῖος διάβηκεν στῆς πόλης τὰ δρομάκια.
Μπροστὰ στοῦ μάγου τὴν αὐλὴ τ’ ἀλόγου του πεζεύει,
βροντᾷ τῆς πόρτας τὸν χαλκά, βάνει φωνὴ καμπάνα:
«Ἀμῆτε, οἱ δοῦλοι τοῦ σπιτιοῦ, τὴν πόρτα σας ἀνοῖχτε,
ξυπνᾶτε καὶ τὸν κύρη σας, τὸν μάγον Ἀρσιγώνιο,
κι’ εἰπέτ’ ὁ ἱππότης Τυρσανὸς ποὺ γύρισ’ ἀπ’ τὰ ξένα.
Πέτε φέρν’ εἴδησες καλὲς καὶ χαροποιὰ μαντᾶτα,
καὶ ποὺ τὰ ξόρκια ἐπάψασιν, τζακίστη τὸ τσουκάλι,
καὶ ἡ ματιά της γούρλωσεν ὡς ἔλαμψε τ’ ἀτσάλι,
καὶ ἡ κεφαλή της κρέμεται στοῦ μαύρου μου τὴν σέλλα».