Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Ἡ μαγικὴ καμάρα


μαγικ καμάρα

ρϚ΄

Ποιός μάντεψεν τ’ ἀχνάρι της, στ’ μποδεμένα μέρη,
κι’ ἀντρειώθη, στ κατώφλι της, τ ξόρκι ν προφέρ,
πού, μὲ νυχτέρια κα χορούς, ξωθις τό ’χουν κεντήσει,
ποιός νὰ τ βρ, ν μς τ επ, ποιός ν τ μαρτυρήσ;

Περικοκλάδες καὶ κισσοί, νάρηα, τν σκεπάζουν,
καὶ δυ ληοντάρια πέτρινα στν σκιο της πλαγιάζουν,
σὲ στρμα π δεντρόφυλλα, οδινοχρυσωμένα,
κι’ εἶναι π μαρον μάρμαρο κι’ φλέβα της μελένια.

Κι’ ὁ πο μισέψ, πόκοτος, στ στοιχειακ βασίλειο,
ποὺ τρέμουν στρη νέγνωρα, μ ξένο αθέντην λιο,
στὸ θαυμαστ κι’ μάραντο, ζως μύριες θ ζήσ
τὸ ξόρκι, ποιός ν μς τ επ, ξωθις πό ’χουν κεντήσει;

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Στὸ κάστρο τῆς Λυκόσουρας


Στὸ κάστρο τῆς Λυκόσουρας

ρε΄

Στὸ κάστρο τῆς Λυκόσουρας, σ’ αὐλὴν ψηφιδωμένη,
τὰ τέκνα τοῦ Λυκάονα, νυχτομερίς, γλεντοῦσαν.
Ξέχειλ’ ἀσκῶναν, γεύονταν, σημάδιν κονταρίζαν,
πότε τὸ στῆναν στὸν χορὸ καὶ πότε ἀναθθιβάλλαν,
πότε τὴν λύραν ἔπιαναν κι’ ἀντρειὲς ἀνιστοροῦσαν.
Γέρων ζητιᾶνος πρόβαλε. «Λεῆστε με ἀφέντες».
Σαρανταεννιὰ ποπῆραν τον «Φύγε ἀπ’ αὐτοῦ βρὲ γέρο».
«Κόπιασε, γέρο, κόπιασε» Μαίναλος δαιμονίστη.
Τῶν ἀδερφῶν του ὡρμήνεψεν μαύρη δουλειὰ νὰ πλέξουν,
σάρκες ἀρνιοῦ μ’ ἀνθρωπινές, τοῦ γέρου, νὰ φιλέψουν,
γὴ ἂν νιώσῃ το, γὴ ἂν καταπιῇ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ γελάσουν.
Κι’ ὡς στρῶσαν τάβλα μιαρὴ κι’ ἀντίθεο φαγοπότι,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν τραβοῦν καὶ τὸν καλοσκαμνίζουν.
«Ξένε πατέρα, φάγε, πιές, ὡς τὰ πρεπὰ τ’ ὁρίζουν».
«Παιδιά μου, τὸ ποὺ κάμετε, Δίας ν’ ἀντιπλερώσῃ».
«Ἅπλωσε, γέψου ξένε μου, νὰ στυλωθῇ ἡ καρδιά σου».
Ἁπλώνει ὁ ξένος νὰ γευτῇ κι’ εὐθὺς πίσω γυρνᾷ το.
Κι’ οἱ νέοι ἀναπαίζοντας, τὸν κουρελλῆ τζιγκλῶντας.
«Ξένε πατέρα, γέψου το, νόστιμο τὸ κοψίδι,
Κι’ εἶναι ἀπὸ κρέας διαλεχτό, βασιλικὸ μοιράδι».
Κι’ ὅλοι ἀπ’ τὰ γέλια ἐδάκρυσαν κι’ ἀπ’ τὰ σκαμνιά τους πέφταν.
Τὰ φρύδια σμείγει ὁ γέροντας, σκοτείδιασε ἡ ματιά του,
κρούει στὴν τάβλα μιὰ γροθιὰ κι’ ἀνάποδα γυρνᾷ την,
στανιὸ τοὺς μονομέριασεν καὶ μ’ ὄργητα φωνάζει.
«Χαμένοι, τὸ ποὺ κάματε Δίας τ’ ἀντιπλερώνει.
Βασιλικὰ τοῦ στρώσατε; Βασιλικὰ πλερώνει».
Τὰ γέλια τους κατάπιανε, τὸ γαῖμαν τους παγώνει.
Μολνάει ὁ Δίας κεραυνοὺς κι’ ἡ νύχτα λαμπαδιάζει!
Καίγονται οἱ πυργοκάμαρες, καίγονται τὰ παλάτια,
καίγονται αὐλὲς μὲ τὸ ψηφί, φράχτες μὲ τὸ πυξάρι,
καίγονται ὑγιοὶ σαρανταεννιά, σὰν κάρβουνα στὴν θράκα,
ὁ Νύκτιμος δὲν καίγεται, εἰς τὸν σουφρὰ χωσμένος.
Κι’ ὁ Δίας χέρι ἐσήκωσεν, νὰ τὸν κεραυνοκάψῃ,
κι’ ἡ Γαία, ἡ βασίλισσα, π’ τὸ χέρι τὸν ἁρπάχνει.
«Σπλαχνίσου τον, βαθύγνωμε, νὰ σὲ χρωστῶ χατήρι».
Κι’ ὁ ῥῆγας ὁ Λυκάονας, ποὺ ἀνέμυαλος δερνότουν,
κι’ ἐμέτραγεν στὶς χοῦφτες του τὴν τέφρα τῶν παιδιῶν του,
τὸν Δία κοντοζύγωσεν καὶ ξέπνοος περικάλει.
Στὰ τέσσερα τοῦ πρόσπεσεν, στὰ τέσσερα προσπέφτει,
κι’ ἅπλωνε τὸ χεράκι του, στοῦ Δία τὰ κουρέλλια,
κι’ ὁ Δίας ποτραβήχτηκεν καὶ φρενιασμένος λέει.
« Ὕπαγε ὀπίσω σίχαμα, βρωμίζεις τὰ κουρέλλια.
Ἀνθρώπου σφάγιον μάτωσες, εἰς τὸν βωμό μου ἀπάνω,
ἀνθρώπου σάρκα σ’ ἄνθρωπον τὰ τέκνα σου φιλέψαν,
λύκε, λύκους σὰν ἔσπειρες, λύκος καὶ σὺ νὰ γένῃς».
Κι’ ὡς ἔγνεψεν ὁ Βασιληάς, φάνη ὁ Λυκάων λύκος,
κι’ ὕστερον χάθη μεταμιᾶς, στοῦ Ὀλύμπου τὰ παλάτια.
Τί ἀπόμεινε ἀπ’ τὴν ξιπασιά, τοῦ κράτους τὴν περφάνια,
κι’ ἀπ’ τῆς ξουσιᾶς τὴν δύναμι, τοῦ πλούτου τὸ καμάρι;
Μαύρη καπνιὰ ν’ ἀπόμεινε καὶ χόβολη καὶ στάχτη,
κι’ ὁ Νύκτιμος, ἔρμο δεντρί, στὸ δάσος τῆς γενηᾶς του.
Πόμεινεν κι’ ὁ ξολοθρεμμός, στὰ χείλη τῶν ἀνθρώπων,
γιὰ ν’ ἀφηγιῶνται στοὺς τρανοὺς ὁ Δίας ποὺ ἔχει ὁρίσει
τῶν μισανθρώπων μερτικό, τῶν σκληροκάρδων ῥόγα.